Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους αγαπητούς λεξιλόγους για τα ενδιαφέροντα σημειώματά τους σχετικά με αυτό το δύσκολο θέμα. Παρουσιάστηκαν ωραίες αναλύσεις με αξιόλογο υπόβαθρο.
Εν πρώτοις, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι οι τύποι αυτοί έχουν την αφετηρία τους στο συνοπτικό (αοριστικό) θέμα. Ο σχηματισμός τους γίνεται διαφανέστερος μόλις εξετάσουμε τύπους από τα οιονεί συγκοπτόμενα ρήματα, όπως κλαύ' τα ή καύ' τα (ενεστώτες: κλαίω, καίω), όπου είναι σαφής η διαφορά των αλλομόρφων.
Δεν υπάρχει ανάγκη να καταφύγουμε στη διαχρονία, για να ερμηνεύσουμε τους συγκεκριμένους τύπους. Πρόκειται για εναλλακτικές μορφές συνοπτικής προστακτικής (ας θυμηθούμε ότι και η αρχαία γλώσσα διέθετε μερικές φορές δεύτερους αορίστους, που σχημάτιζαν παράγωγα), οι οποίες προέκυψαν από μεταπλασμό με επανανάλυση του θέματος. Επειδή στη συνείδηση του ομιλητή τα συνοπτικά θέματα είναι σημαδεμένα από την παρουσία τού -s-, είτε απλού (π.χ. έδωσα) είτε εγκιβωτισμένου (όπως λέγεται, π.χ. έτριψα, έκαψα), στις περιπτώσεις που εξετάζουμε το θέμα επαναναλύθηκε με απαλοιφή τού /s/, με αποτέλεσμα να απομείνει συμφωνόληκτο (με ταυτόχρονη ανομοίωση του συμπλέγματος /pt/ > /ft/). Συγκεκριμένα:
/'ekapsa/ > /'e-kap-sa/ --> /'kaf-te/, /'kaf-to/ (καύτε, καύ' το): π.χ. βάλτε φωτιά και καύτε τα
/'eklapsa/ > /'e-klap-sa/ --> /'klaf-te/, /'klaf-ta/ (κλαύτε, κλαύ' τα)
/'etripsa/ > /'e-trip-sa/ --> /'trif-te/, /'trif-to/ (τρίφτε, τρίφ' το)
Συνεπώς, η παρουσία τού /f/ δεν είναι αποτέλεσμα φωνητικής σίγησης του /s/, αλλά επανανάλυσης του συνοπτικού θέματος. Το προϊόν τής διαδικασίας αυτής θα μπορούσε κάλλιστα να γραφεί με -φ- ως απλούστερο και δεν θα έκρινα αδικαιολόγητη αυτή την ορθογραφία, εντούτοις φαίνεται αρκετά ισχυρό το οπτικό ίνδαλμα από άλλα αλλόμορφα παρόμοιας φωνοτακτικής δομής (π.χ. κλαύ-τηκα, κλαυ-τός, καυ-τός, ακούρευ-τος, κουρευτείτε), πράγμα που εξηγεί γιατί οι περισσότεροι θεωρούν τη γραφή με -φ- περιττή ποικιλία (φυσικά, οι τύποι τρίφ' το, κόφ' το, αλείφτε δεν προκαλούν τέτοια δυσκολία).
Ευχαριστώ.