Έχουμε ένα στρυφνό ρήμα από αυτά που έχουν πια μουμιοποιηθεί και δεν λέμε να κλείσουμε τη σαρκοφάγο να το αφήσουμε να αναπαυθεί εν ειρήνη, αλλά κάθε τόσο το σέρνουμε αποδώ κι αποκεί, πάντα με τον κίνδυνο να μας φύγει από τα χέρια και να γίνει θρύψαλα. Αναφέρομαι στο ρήμα «απολαύω», που έχει γίνει ένα μπέρδεμα αλλόκοτο, ένα σύμπλεγμα λαοκοώντειο, με το «απολαμβάνω», εκεί που ούτε κοινή καταγωγή έχουν ούτε την ίδια σημασία ούτε την ίδια σύνταξη. Υποτίθεται ότι σήμερα «απολαμβάνουμε το φαγητό μας» και «απολαύουμε τιμών», αλλά χτες «απολαύσαμε το φαγητό μας» και τις τιμές τρέχα γύρευε τι τις κάναμε.
Το «απολαύει εκτιμήσεως» το καταλαβαίνω — ταριχευμένο, στην κονσερβούλα του, την ανοίγεις και μυρίζει σαν ρέγκα. Τα «απολαύει εκτίμησης» και «απολαμβάνει εκτίμησης» δεν τα καταλαβαίνω, είναι λίγο μπάσταρδα και τα δύο. Το «απολαμβάνει την εκτίμηση» το καταλαβαίνω, αλλά μόνο όπως απολαμβάνει κανείς το μουσακά.
Λένε διάφορα τα λεξικά. Γράφει το ΛΚΝ:
απολαύω [apolávo] P αόρ. απήλαυσα, απαρέμφ. απολαύσει : (κυρ. σε λόγ. εκφορές με γεν.) κατέχω, διαθέτω κάποιο πλεονέκτημα ή αγαθό: Απολαύει ιδιαίτερων προνομίων. ~ μεγάλης υπολήψεως / εμπιστοσύνης, με υπολήπτονται, με σέβονται πολύ.
Αν γράψω «απήλαυσε μεγάλης υπολήψεως κατά τη δεκαετία του 1950», νομίζω, είμαι σίγουρος, ότι θα σηκωθεί το πληκτρολόγιό μου και θα με βαράει.
Και ο παρατατικός;
…έχοντας υπόψη ότι ο ΧΧΧ απολαύει στην επικράτεια των υπολοίπων κρατών μελών ασυλίας έναντι κάθε μέτρου κρατήσεως και κάθε δικαστικής δίωξης…
…έχοντας υπόψη ότι ο ΧΧΧ απόλαυε της ασυλίας αυτής κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης…
Άρα: Αν η κυβέρνηση δεν απόλαυε της εμπιστοσύνης της Βουλής, θα αναγκαζόταν να προκηρύξει εκλογές.
(Αν της φύγουν δύο βουλευτές, θα πούμε: Όσης εμπιστοσύνης απήλαυσε, απηύλασε. Αυτό ήταν, ως εδώ. Όλες οι απολαύσεις έχουν ένα τέλος.)
Λέει επίσης το ΛΚΝ, στο απολαμβάνω:
(λόγ., με γεν.) απολαμβάνω τιμών / σεβασμού / εμπιστοσύνης κ.ά., με τιμούν, με σέβονται, με εμπιστεύονται κ.ά.
Κάτι θα ξέρει. Μπορεί να γράφει το ΛΝΕΓ «Η χρήση "απολαμβάνει της εμπιστοσύνης" δεν πρέπει να προτιμάται έναντι του "απολαύει της εμπιστοσύνης", αλλά άλλη γνώμη έχουν στο διαδίκτυο (1.900 από το πρώτο, 30 από το δεύτερο). Από την άλλη, 1.300 λένε ότι «απολαμβάνει την εμπιστοσύνη».
Λοιπόν, ας μη γελιόμαστε: Το «απολαύω» είναι πια ξένο, το «απολαμβάνω + γενική» αστείο, το «απολαμβάνω + αιτιατική» καλό για το μουσακά και τον έρωτα. Ας βρούμε στις διατυπώσεις μας άλλα ρήματα να κάνουμε τη δουλειά μας.
Η κυβέρνηση έχει την εμπιστοσύνη / διαθέτει την εμπιστοσύνη / περιβάλλεται με την εμπιστοσύνη / διατηρεί την εμπιστοσύνη της Βουλής (σιγά σιγά ας λέμε χαίρετε και σ' εκείνο το «χαίρει της εμπιστοσύνης» — ό,τι χάρηκε χάρηκε).
Για την έκπτωση μπορούμε να πούμε «δικαιούται έκπτωση» (όχι ότι είναι κανένα εξαιρετικά ευέλικτο ρήμα ετούτο) ή ό,τι πιο απλό βολεύει στη σύνταξη.
Γενικότερα, αυτά τα γλωσσικά βαρίδια που μόνο τρικλοποδιές ξέρουν να μας βάζουν, ας τα πετάμε από πάνω μας, για να περπατάμε με μεγαλύτερη σιγουριά και άνεση. Απολαύστε το.
Το «απολαύει εκτιμήσεως» το καταλαβαίνω — ταριχευμένο, στην κονσερβούλα του, την ανοίγεις και μυρίζει σαν ρέγκα. Τα «απολαύει εκτίμησης» και «απολαμβάνει εκτίμησης» δεν τα καταλαβαίνω, είναι λίγο μπάσταρδα και τα δύο. Το «απολαμβάνει την εκτίμηση» το καταλαβαίνω, αλλά μόνο όπως απολαμβάνει κανείς το μουσακά.
Λένε διάφορα τα λεξικά. Γράφει το ΛΚΝ:
απολαύω [apolávo] P αόρ. απήλαυσα, απαρέμφ. απολαύσει : (κυρ. σε λόγ. εκφορές με γεν.) κατέχω, διαθέτω κάποιο πλεονέκτημα ή αγαθό: Απολαύει ιδιαίτερων προνομίων. ~ μεγάλης υπολήψεως / εμπιστοσύνης, με υπολήπτονται, με σέβονται πολύ.
Αν γράψω «απήλαυσε μεγάλης υπολήψεως κατά τη δεκαετία του 1950», νομίζω, είμαι σίγουρος, ότι θα σηκωθεί το πληκτρολόγιό μου και θα με βαράει.
Και ο παρατατικός;
…έχοντας υπόψη ότι ο ΧΧΧ απολαύει στην επικράτεια των υπολοίπων κρατών μελών ασυλίας έναντι κάθε μέτρου κρατήσεως και κάθε δικαστικής δίωξης…
…έχοντας υπόψη ότι ο ΧΧΧ απόλαυε της ασυλίας αυτής κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης…
Άρα: Αν η κυβέρνηση δεν απόλαυε της εμπιστοσύνης της Βουλής, θα αναγκαζόταν να προκηρύξει εκλογές.
(Αν της φύγουν δύο βουλευτές, θα πούμε: Όσης εμπιστοσύνης απήλαυσε, απηύλασε. Αυτό ήταν, ως εδώ. Όλες οι απολαύσεις έχουν ένα τέλος.)
Λέει επίσης το ΛΚΝ, στο απολαμβάνω:
(λόγ., με γεν.) απολαμβάνω τιμών / σεβασμού / εμπιστοσύνης κ.ά., με τιμούν, με σέβονται, με εμπιστεύονται κ.ά.
Κάτι θα ξέρει. Μπορεί να γράφει το ΛΝΕΓ «Η χρήση "απολαμβάνει της εμπιστοσύνης" δεν πρέπει να προτιμάται έναντι του "απολαύει της εμπιστοσύνης", αλλά άλλη γνώμη έχουν στο διαδίκτυο (1.900 από το πρώτο, 30 από το δεύτερο). Από την άλλη, 1.300 λένε ότι «απολαμβάνει την εμπιστοσύνη».
Λοιπόν, ας μη γελιόμαστε: Το «απολαύω» είναι πια ξένο, το «απολαμβάνω + γενική» αστείο, το «απολαμβάνω + αιτιατική» καλό για το μουσακά και τον έρωτα. Ας βρούμε στις διατυπώσεις μας άλλα ρήματα να κάνουμε τη δουλειά μας.
Η κυβέρνηση έχει την εμπιστοσύνη / διαθέτει την εμπιστοσύνη / περιβάλλεται με την εμπιστοσύνη / διατηρεί την εμπιστοσύνη της Βουλής (σιγά σιγά ας λέμε χαίρετε και σ' εκείνο το «χαίρει της εμπιστοσύνης» — ό,τι χάρηκε χάρηκε).
Για την έκπτωση μπορούμε να πούμε «δικαιούται έκπτωση» (όχι ότι είναι κανένα εξαιρετικά ευέλικτο ρήμα ετούτο) ή ό,τι πιο απλό βολεύει στη σύνταξη.
Γενικότερα, αυτά τα γλωσσικά βαρίδια που μόνο τρικλοποδιές ξέρουν να μας βάζουν, ας τα πετάμε από πάνω μας, για να περπατάμε με μεγαλύτερη σιγουριά και άνεση. Απολαύστε το.
Last edited by a moderator: