Αντιδάνεια της ελληνικής γλώσσας

nickel

Administrator
Staff member
Θα ήταν καλή ιδέα να συγκεντρώσουμε σε ένα νήμα τα αντιδάνεια της Ελληνικής, δηλαδή τις ελληνικές λέξεις που πέρασαν ως δάνεια σε μία ή περισσότερες άλλες γλώσσες και ύστερα επέστρεψαν στη γλώσσα μας με αλλαγμένη μορφή ή / και σημασία, π.χ. καναπές από το κωνώπιον (ανάκλιντρο με κουνουπιέρα), μπουντρούμι από το bodrum από τον ιππόδρομο. Αφορμή στάθηκε το άρθρο του καθηγητή Γ. Μπαμπινιώτη στο σημερινό Βήμα.

Λεξιλογικοί «Νόστοι»

Ο «νόστος», η επιστροφή στην πατρίδα (από το ρήμα νέομαι «επιστρέφω»), δεν χαρακτήρισε μόνο «τη γλυκιά προσμονή τής επιστροφής στην πατρίδα» που κατέληξε στο νόστιμος, αλλά έδωσε και «τον ψυχικό πόνο που γεννάει αυτή η προσμονή», τη νοσταλγία. Και ήταν μάλιστα οι Γάλλοι που κατέφυγαν στις ελληνικές λεξιλογικές πηγές, πλάσσοντας πρώτοι αυτοί το άλγος τού νόστου, το nostalgie. Έτσι, από άλλο δρόμο, η λέξη επέστρεψε στη «λεξιλογική πατρίδα» της.

Η επιστροφή μιας λέξης ως δανείου στη γλώσσα από την οποία ξεκίνησε χαρακτηρίζεται ως αντι-δάνειο, ως επιστροφή δανείου, ως επιστροφή μιας λέξης στη γλώσσα στην οποία γεννήθηκε. Από τις πιο αποκαλυπτικές διαδικασίες λειτουργίας τής γλώσσας στο πεδίο συνάντησης των λαών και των πολιτισμών είναι τα αντιδάνεια. Συνιστούν μαρτυρίες τής περιπέτειας στη ζωή των λέξεων και μαζί παραδείγματα τού πόσο αυτά τα κατεξοχήν πνευματικά δημιουργήματα, που είναι οι λέξεις, εξελίσσονται εννοιολογικά περνώντας από γλώσσα σε γλώσσα, από λαό σε λαό, για να ξαναγυρίσουν συχνά στον τόπο καταγωγής τους πραγματοποιώντας έτσι τον «λεξιλογικό νόστο» τους.

Ποιος περίμενε λ.χ. ότι η σχολαστικότατη έννοια που δηλώνει η αρχαία ελληνική λέξη γραμματική θα επέστρεφε μετά από αιώνες στη σημερινή ελληνική γλώσσα ως γκλάμουρ! Με συνήθη γέφυρα τη λατινική γλώσσα η λέξη πέρασε από τα Ελληνικά στα παλαιά Γαλλικά κι από κει στην παλαιά Αγγλική, όπου η αρχική σημασία «γραμματική», ως γνώση των ολίγων μορφωμένων, πήρε τον χαρακτήρα «τής απόκρυφης γνώσης» και, κατ΄ επέκταση, «τής μαγείας», για να εξελιχθεί μέσω τής Σκωτικής (glammar) στη σημασία «μαγική ομορφιά» (19ος αι.) και κατόπιν —με τη μορφή glamour— σε «γοητεία, αίγλη» με την οποία και επανήλθε στην Ελληνική.

Μια άλλη ενδιαφέρουσα εξέλιξη είχε η αρχαία ελληνική λέξη ποινή. Μέσω πάλι τής Λατινικής και τής παλαιάς Νορμανδικής, το ελληνικό ποινή κατέληξε στο αγγλ. penalty, για να επιστρέψει (ως αντιδάνειο) στην Ελληνική ως πέναλτι, όρος στο ποδόσφαιρο!

Δεν «θα ’κοβε το κεφάλι του» κανείς ότι το ιταλικότατο πιάτσα δεν μπορεί να έχει σχέση με Ελληνικά; Ε, λοιπόν, το πιάτσα ξεκίνησε από το (ήδη αρχαίο) ελληνικό πλατεία (ενν. οδός ), θηλ. τού επιθέτου πλατύς, μέσω τού λατιν. platea («φαρδύς δρόμος» μέσα στην πόλη), πέρασε στην Ιταλική ως piazza (αρχικά plaza), απ΄ όπου ήδη στα μεσαιωνικά χρόνια επέστρεψε στην Ελληνική ως πιάτσα.

Η έκπληξη κορυφώνεται στην προέλευση τής λ. γόνδολα. Μεταφράζω τι γράφεται σχετικά στο εγκυρότερο λεξικό τής Αγγλικής, στο Random House Webster's College Dictionary, λήμμα gondola: «[εισήλθε στην Αγγλική το] 1540-50 από την Ιταλική, που πάει πίσω στα Βενετσιάνικα, πιθανόν από μεσαιωνικό ελληνικό κοντούρα «μικρό ακτοπλοϊκό σκάφος», θηλ. τού επιθ. κόντουρος «κοντός, κυριολ. σκάφος με ουρά» από το όψιμο ελληνικό κοντός + ελλ. -ουρος από το ελλην. ουρά ». Σκάφος, λοιπόν, με κοντή ουρά η ιταλ. gondola (γόνδολα) ξαναγύρισε στην Ελληνική ως γόνδολα!

Κι επειδή δεν νοείται καλοκαίρι χωρίς το γαλλικότατο πλαζ (γαλλ. plage), ας παρακολουθήσουμε την ετυμολογία τής λέξης. Ήλθε από το γαλλ. plage, δάνειο από ιταλ. piaggia «πλαγιά-ακρογιαλιά», που προήλθε από μεσαιωνικό λατινικό plagia «επικλινές έδαφος», το οποίο ανάγεται στο αρχ. ελλην. πλάγια (τα), «πλευρές» (κυρίως στρατιωτικός όρος), ουδ. τού επιθ. πλάγιος.

Και βέβαια δεν νοείται καλοκαίρι χωρίς τουρισμό και τουρ (ομόρριζα τα τουρνέ και τουρνουά ). Αλλά πόσο γνωστό είναι στους μη ειδικούς ότι όλες αυτές οι γαλλικές λέξεις (tour, tourisme, tourne, tournoi) που πέρασαν στην Ελληνική (στην Αγγλική και σε άλλες γλώσσες) είναι προϊόν δανεισμού από την ελλην. λέξη τόρνος. Αυτή η αρχαία ελλην. λέξη, μέσω πάλι τής Λατινικής (tornus και ρ. tornare «γυρίζω τον τροχό, τον τόρνο»), έδωσε το γαλλ. tourner «περιστρέφω, γυρίζω» απ΄ όπου το tour. Έτσι ο τόρνος επέστρεψε στην Ελληνική ως τουρ.

Ο κατάλογος τέτοιων λέξεων (αντιδανείων) είναι μακρός και ο σχολιασμός θα έπαιρνε πολλές σελίδες. Εδώ θα δώσω μερικές νύξεις μόνο. Θα αναφέρω ότι το γάμπα και το ζαμπόν ξεκίνησαν από το ελλην. καμπή! Το γαρύφαλλο από το καρυόφυλλο, ο τζίρος από το γύρος, το μασίφ από το μάζα , το κάλμα από το καύμα, ο καναπές από το κωνώπιον (κώνωψ ), το κανόνι από το κάννη, το καντίνα από το κανθός, το κορδόνι από το χορδή, το κουπόνι από το κόλαφος (κόλαφος - όψιμο λατ. colaphus- παλ. γαλλ. colp - coup ), το κρετίνος από το Χριστιανός, τα λαζάνια από το αρχ. λάσανον («τρίποδας ως βάση αγγείων και δοχείων»), το λατέρνα από το λαμπτήρ , η μάντολα από το αμύγδαλο, η μαρμελάδα από το μελίμηλο, το μπαρούτι από το πυρίτις, τα μπόρα και μπουρίνι από το βορράς, τα μπαλλέτο - μπάλλος από το αρχ. βαλλίζω, το μπουάτ από το πυξίς («κουτί»), το μπουτίκ από το αποθήκη, ο συνδικαλισμός από το σύνδικος, το ταξί από το ταξίμετρο, το σενάριο από το σκηνή, η πόζα από το παύσις κ.λπ. Αυτά είναι μερικά ενδεικτικά μόνο παραδείγματα.

Επειδή υπάρχει κίνδυνος να σκεφθεί κανείς πως πρόκειται για «φτειαχτές ετυμολογίες» (παρετυμολογίες) κατά το πρότυπο τού Έλληνα πατέρα τής Βαρδάλου στο «Γάμος α λα Ελληνικά»!..., σπεύδω να διασαφήσω ότι τα παραδείγματα προέρχονται από τον χώρο τής επιστημονικής ετυμολογίας και βρίσκονται σε όλα τα αξιόπιστα ετυμολογικά λεξικά ή ερμηνευτικά λεξικά με ετυμολογία. Για όσες λέξεις έχουν σχέση με την Αγγλική μια πρόχειρη ματιά στο Λεξικό που ανέφερα (Random Ηouse - Webster) ή άλλα συναφή Λεξικά θα πείσει τον αναγνώστη περί τής αληθείας των λεγομένων.


Ήταν ευχάριστη έκπληξη το γεγονός ότι διατηρήθηκαν οι «σχολικές» ορθογραφίες σε κάποια αντιδάνεια (και δεν επαναλήφθηκε η άποψη ότι πρέπει να καθρεφτίζουν την ελληνική τους ορθογραφία). Δεν είχαμε, δηλαδή, *καννόνι και *τζύρος, αν και οι σχολικές είναι γαρίφαλο και μπαλέτο / μπάλος. Έκπληξη (αν και όχι το ίδιο ευχάριστη) ήταν και η γόνδολα, όπου και τα αμερικάνικα λεξικά λένε «πιθανόν», το ίδιο και το ΛΝΕΓ, ενώ στο ΛΚΝ έχουμε διαφορετική ετυμολόγηση: λόγ. αντδ. < βεν. gondola (ορθογρ. δαν.) < μσνλατ. *condua < ελνστ. κόνδυ 'ποτήρι, βάζο', πληθ. κόνδυα (ή και με επίδρ. του υποκορ. κονδύλιον). Δεν μπορούμε, λοιπόν, να πούμε με σιγουριά: «Σκάφος, λοιπόν, με κοντή ουρά...».

Αλλά έχουμε να πούμε πολλά για τα αντιδάνεια.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Τα ιταλικά μου φτάνουν ίσα-ίσα να καταλάβω ότι εδώ αναφέρονται και οι δύο πιθανές ελληνόφερτες ετυμολογικές προελεύσεις για τη γόνδολα.
Το ιταλικό ετυμολογικό λεξικό το βρήκα (μαζί με άλλα) εδώ, σε κάτι μακρινούς συγγενείς (lexilogos είπατε);
 

nickel

Administrator
Staff member
Το OED αναφέρει απλώς ότι η αγγλική gondola προέρχεται από την ιταλική gondola, «of obscure origin». Και παραπέμπει σε Diez, Körting και λοιπούς, χωρίς να αναφέρει τι λένε (π.χ. ο Diez γράφει για το κόνδυ ή για «O.L. gondus = scyphus patera»). Άλλοι (Ayto, Partridge, Klein) μεταφέρουν (και) την άποψη του Prati:

The gondola, the narrow boat used on Venetian canals, gets its name from the way it rocks gently in the water. Italian gondola is an adaptation of gondolà, a word meaning ‘roll, rock’ in the Rhaeto-Romanic dialect of Friuli, in northeastern Italy (Rhaeto-Romanic is a cover term for a group of Romance-language dialects spoken in southern Switzerland, northern Italy, and the Tyrol). (Ayto)

It from Venetian, cither (B & W) a dim from Gr kondu, a vase (cf, sem, OF-F vaisseau, E vessel, q.v. at VASE), or, more prob (Prati), imitative of the craft’s motion, from Venetian *gondolare, to undulate, perh an alteration of dondolare, to rock or swing, vi dondolarsi. (The ML gondula occurs, at Venice, before the year 1094.)
(Partridge)
 
Ο Μπ. έχει ξαναγράψει για αντιδάνεια στο Βήμα, πριν από 12 χρόνια, ένα αρκετά παρόμοιο άρθρο. Όλα όσα λέει παραπάνω είναι σωστά, με επιφυλάξεις για τη γόνδολα και για το καντίνα < κανθός που δεν το δέχονται όλοι οι ετυμολόγοι. Επιμέρους μελετητές έχουν εκφράσει ενστάσεις και για άλλα, αλλά η πλειοψηφία των πηγών δέχονται ελληνική αρχή σε όλες τις παραπάνω λέξεις (πλην καντίνας).

Εδώ έχω κάμποσα άρθρα για αντιδάνεια
http://www.sarantakos.com/antidaneia.html
μεταξύ των οποίων και σχολιασμό στο προηγούμενο άρθρο του Μπ.
 

nickel

Administrator
Staff member
Οι αμμωνίτες ήταν μαλάκια που εξαφανίστηκαν πριν από 65 εκατομμύρια χρόνια. Έχουν, ωστόσο, βρεθεί άφθονα απολιθώματά τους και έχει διαπιστωθεί ότι υπήρχε μια τόσο μεγάλη ποικιλία ειδών που ο μεσοζωικός αιώνας επονομάστηκε και «αιώνας των αμμωνιτών». Από πού πήραν το όνομά τους;

Για πάνω από χίλια χρόνια, ο Άμμων ήταν «ο βασιλιάς των θεών» της Αιγύπτου (όπου τον έλεγαν Αμούν και Αμούν-Ρα όταν ταυτίστηκε με τον θεό Ρα). Η λατρεία του μεταδόθηκε και σε γειτονικές χώρες. Από τον 4ο αιώνα π.Χ. ήταν γνωστός και στην Ελλάδα ως Ζευς-Άμμων, υπέρτατος βασιλιάς των θεών. Το Αμμώνειον, το μαντείο του Άμμωνα στην όαση Σιβά της λυβικής ερήμου, ανταγωνιζόταν σε φήμη τα μαντεία των Δελφών και της Δωδώνης και είναι περίφημη η επίσκεψη του Μεγάλου Αλεξάνδρου στο μαντείο όπως την περιγράφει ο Πλούταρχος.

Ως θεός της γονιμότητας με ιερό ζώο το κριάρι, ο Άμμων εμφανίζεται συχνά στα τεχνουργήματα της εποχής να φέρει στο κεφάλι του τα στριφτά κέρατα κριαριού. Έτσι δόθηκε στους αμμωνίτες αυτό το όνομα — επειδή θύμιζαν τα κέρατα στο κεφάλι του Άμμωνα.

Αλλά και η αμμωνία (το αέριο που παράγεται ελεύθερα σε όλα τα δημόσια ουρητήρια) πήρε το όνομά της από τον θεό Άμμωνα. Για την ακρίβεια, το αμμωνιακό άλας (λατ. sal Ammoniacus, αγγλικά sal ammoniac και από αυτό, ammonia από Σουηδό χημικό (το 1782) και αμμωνία στα ελληνικά) ονομάστηκε έτσι από την περιοχή του Αμμωνείου, του μαντείου του Άμμωνα, όπου υπήρχε άφθονη παραγωγή του από την αποσύνθεση της κοπριάς της καμήλας. Οι αμμωνίτες είχαν πάρει το λατινικό τους όνομα, Ammonitae, λίγα χρόνια νωρίτερα (1758).

Αμμωνίτες ή Αμμανίτες θα βρούμε και στην Παλαιά Διαθήκη. Ήταν ένας ληστρικός και φιλοπόλεμος λαός, μόνιμα σε πόλεμο με τους Εβραίους. Γενάρχης τους ήταν ο Αμμών ή Αμμάν, γιος τού Λωτ. Για πρωτεύουσά τους είχαν την πόλη Ραββάθ, που κατέκτησε αργότερα ο Πτολεμαίος ο Φιλάδελφος και τη μετονόμασε σε Φιλαδέλφεια. Σήμερα ονομάζεται Αμμάν (Αμάν) και είναι η πρωτεύουσα τής Ιορδανίας.

Έχει σημασία, στη συζήτηση για τα αντιδάνεια, ότι στην περίπτωση της αμμωνίας γνωρίζουμε την προέλευση του ξένου όρου (ammonia), ότι έχει, μακρινή έστω, σχέση με τον τρόπο που μετέγραψαν οι αρχαίοι Έλληνες τον θεό των Αιγυπτίων, οπότε διατηρούμε στην «αμμωνία» την ορθογραφία της ελληνικής λέξης — τόσο το «ω» όσο και το διπλό σύμφωνα.



Αμμωνίτης, Άμμωνας και Μέγας Αλέξανδρος
 

Zazula

Administrator
Staff member
Ο Μπ. έχει ξαναγράψει για αντιδάνεια στο Βήμα, πριν από 12 χρόνια, ένα αρκετά παρόμοιο άρθρο. Όλα όσα λέει παραπάνω είναι σωστά, με επιφυλάξεις για τη γόνδολα και για το καντίνα < κανθός που δεν το δέχονται όλοι οι ετυμολόγοι.
To ΕΛΝΕΓ (2009) για την καντίνα λέει ότι ίσως να είναι αντιδάνειο [ << κανθός ]. Για τη γόνδολα τη δίνει ως αντιδάνειο από το κόντουρος, αλλά προσθέτει ότι υπάρχουν και υποθέσεις για αναγωγή (1) στο ελλ. κόνδυ, αλλά και (2) στο λατ. cūnula < cūna, την οποία χαρακτηρίζει «λιγότερο πιθανή».
 

nickel

Administrator
Staff member
Έχουν την τιμητική τους αυτό τον καιρό τα αντιδάνεια. Στο ιστολόγιο του Σαραντάκου όλο και γίνεται κάποια σχετική κουβέντα (άλλωστε στον συνονόματο αρέσουν τα ταξίδια των λέξεων), οπότε στο σύνδεσμο που έδωσε παραπάνω προσθέτω και σύνδεσμο για τα νήματα του ιστολογίου του με ετικέτα «αντιδάνεια». Υπάρχει πάντα και το πρόσφατο βιβλίο του, Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία.

Πριν από μερικούς μήνες κυκλοφόρησε επίσης το Ταξίδι των λέξεων της Άννας Ιορδανίδου (Εκδόσεις Άσπρη Λέξη) ενώ στο ΕΛΝΕΓ υπάρχει πεντασέλιδος συγκεντρωτικός κατάλογος αντιδανείων (με την ιστορία του καθενός αναλυτικά στα αντίστοιχα λήμματα). Δεν ξέρω πόσο πλήρης είναι ο κατάλογος, πάντως περιλαμβάνει μέχρι και το οργκανάιζερ! Στις σελίδες της Πύλης για την ελληνική γλώσσα, εκεί που φιλοξενείται το ΛΚΝ, μπορεί να βρει κανείς με αναζήτηση για «αντδ.» όλα τα αντιδάνεια του λεξικού. Τα τύπωσα όλα μαζί στο συνημμένο PDF.

Τα ταξίδια των λέξεων είναι πάντα σαγηνευτικές ιστορίες — τόσο σαγηνευτικές που πολλοί είναι πρόθυμοι να χάψουν πετυχημένες παρετυμολογίες και να τρέχουν μετά οι φιλότιμοι ερευνητές και οι επιστήμονες να αποκαταστήσουν την αλήθεια. Το διαδίκτυο φιλοξενεί τα παραμύθια χιλίων και μιας Χαλιμάδων — όχι για την ιστορία των ελληνικών μόνο λέξεων. Γι’ αυτό, αν σας ενδιαφέρει περισσότερο η επιστημονική ακρίβεια από το χαριτωμένο ben trovato, φροντίστε να αντλείτε την πληροφόρησή σας από μία τουλάχιστον αξιόπιστη πηγή, να τη διασταυρώνετε και, αν βλέπετε και κάποιον δισταγμό, κάποιο «πιθ.», καλύτερα να κρατάτε μικρό καλάθι.

Αντιγράφω από την Εισαγωγή του ΛΚΝ (σελ. κα΄ του έντυπου λεξικού):
Υπάρχουν ακόμη δύο κατηγορίες δανείων που παρουσιάζουν κάποια ιδιαίτερη σχέση προς την ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Η πρώτη είναι λέξεις που από κάποια παλιότερη περίοδο της ελληνικής πέρασαν σε άλλες γλώσσες και επιστρέψανε αργότερα, συνήθως με αλλαγμένη μορφή και σημασία = αντιδάνεια (αντδ., π.χ. καναπές). Τα περισσότερα αντιδάνεια έχουν λαϊκή προέλευση και ο αριθμός τους είναι μικρός. Σπάνια χαρακτηρίζονται αντιδάνεια λόγιες λέξεις (π.χ. αμμωνία, εγκυκλοπαίδεια). (Αντιδάνεια μπορεί να εντοπιστούν και σε παλιότερη περίοδο της ιστορίας της γλώσσας, π.χ. ελληνιστικό γραικός.)

Τη δεύτερη κατηγορία αποτελούν λέξεις δημιουργημένες για φιλοσοφικές, επιστημονικές, τεχνολογικές κ.ά. ανάγκες στις νεότερες γλώσσες ή στα νεολατινικά (νλατ.) με βάση αρχαία ελληνικά γλωσσικά στοιχεία ή με συνδυασμό ελληνικών και λατινικών, στη δεύτερη περίπτωση ως «υβριδικοί σχηματισμοί». Οι λέξεις αυτές πέρασαν στη συνέχεια στα νέα ελληνικά (π.χ. ζωολογία, ηλεκτρολογία, θεϊσμός, θερμοδυναμική, ιδεαλισμός, κοινωνιολογία, σοσιαλισμός).


Στο σημείο αυτό δεν με ενδιαφέρουν τόσο οι ωραίες και μαγικές ιστορίες με τα ταξίδια των λέξεων. Θα ήθελα να εξετάσουμε συγκεντρωτικά το θέμα της ορθογραφίας που δημιούργησε η άποψη του καθηγητή Μπαμπινιώτη για την ετυμολογική ορθογραφία των αντιδανείων.

Στη δεύτερη περίπτωση που αναφέρεται παραπάνω, στην περίπτωση των ελληνογενών όρων, έχουμε όρους των οποίων αναγνωρίζουμε τα δομικά υλικά, οπότε τους μεταφέρουμε στην ελληνική αποκαθιστώντας την ελληνική μορφή και ορθογραφία. Δεν λείπουν τα προβλήματα: η γνωστή ιστορία με την ορθοπαιδική / ορθοπεδική, polypectomy σαν πολυπεκτομή αντί για πολυποδεκτομή, ιονισμός, ιονιστής, ιονόσφαιρα κ.λπ. αντί για ιοντισμός, ιοντιστής, ιοντόσφαιρα. Χρωμόσωμα ή χρωματόσωμα; Κολοσκόπηση ή κολονοσκόπηση (γαλλικό coloscopie, αγγλικό colonoscopy); Η osmosis, πάλι, είναι κανονική τρικλοποδιά και γράφουν *όσμωση την ώσμωση. (Και, ναι, πρέπει να μαζέψουμε κάποια μέρα σε ένα νήμα τους ελληνογενείς πονοκεφάλους.)

Για τα αντιδάνεια γράφει στο ΛΚΝ (βλ. παραπάνω): «Τα περισσότερα αντιδάνεια έχουν λαϊκή προέλευση και ο αριθμός τους είναι μικρός. Σπάνια χαρακτηρίζονται αντιδάνεια λόγιες λέξεις (π.χ. αμμωνία, εγκυκλοπαίδεια)». Όπως και στους ελληνογενείς όρους, στα λόγια αντιδάνεια έχει αναγνωριστεί η απώτερη ελληνική προέλευση και αποκαθίσταται η ελληνική ορθογραφία, π.χ. αμμωνία, βαρύτονος (ο τραγουδιστής, από το ιταλικό baritono), εγκυκλοπαίδεια (που είναι και δεν είναι αντιδάνειο αφού βασίστηκε σε εσφαλμένη αντιγραφή τού «εγκύκλιος παιδεία»), διαπασών, εξωτικός.

Για τις παρακάτω λέξεις το ΛΝΕΓ και το ΕΛΝΕΓ προτείνουν διαφορετικές γραφές από εκείνες που θα βρούμε στο ΛΚΝ (αντιγράφω από τον κατάλογο του ΕΛΝΕΓ και προσθέτω την τέταρτη στήλη):

Απώτερη ελληνική προέλευση | Άμεση ξένη προέλευση | Αντιδάνειο (ΛΝΕΓ/ΕΛΝΕΓ)| Απλοποιημένη γραφή (ΛΚΝ)
ελνστ. καρυόφυλλο |παλ. ιταλ. garofalo |γαρύφαλλο|γαρίφαλο
αρχ. γάμμα |ιταλ. gamma |γκάμμα | γκάμα
αρχ. κόμμι |ιταλ. gomma |γόμμα | γόμα
αρχ. Γραικός |βεν. grego |γραίγος | γρέγος
ελνστ. ξηρίον |γαλλ. élixir |ελιξήριο | ελιξίριο
αρχ. κάνναβις |ιταλ. canavaccio |κανναβάτσο | καναβάτσο
αρχ. κάννα / κάννη |μεσν. λατ. cannata |καννάτα | κανάτα
αρχ. κάννα / κάννη |ιταλ. canella |καννέλα | κανέλα
αρχ. κάννα / κάννη |ιταλ. cannone |καννόνι | κανόνι
αρχ. κάννα / κάννη |υστλατ. cannula |κάννουλα | κάνουλα
ελνστ. καρωτόν |ιταλ. carota |καρώτο | καρότο
αρχ. κόλλα |γαλλ. collage |κολλάζ | κολάζ
αρχ. κόλλα |γαλλ. collant |κολλάν | κολάν
αρχ. κορώνη |ιταλ. corona |κορώνα | κορόνα
αρχ. κρίκος / ελνστ. κίρκος |λατ. circellus / circulus |κρικέλλι | κρικέλι
αρχ. βαλλίζω |προβηγκ. balada |μπαλλάντα | μπαλάντα
αρχ. βαλλίζω |γαλλ. baladeur |μπαλλαντέρ | μπαλαντέρ
αρχ. βαλλίζω |ιταλ. ballerina |μπαλλαρίνα | μπαλαρίνα
αρχ. βαλλίζω |ιταλ. balletto |μπαλλέτο | μπαλέτο
αρχ. βαλλίζω |ιταλ. ballo |μπάλλος | μπάλος
αρχ. φάλ(λ)αινα |ιταλ. balena |μπαναίλα | μπανέλα
ελνστ. όρυζα |ιταλ. risotto |ρυζότο | ριζότο
αρχ. σίφων, -ωνος |γαλλ. siphon |σιφώνι | σιφόνι
αρχ. σκευάριον |μεσν. λατ. sceurum / scebrum |σκευρώνω | σκεβρώνω
αρχ. σπείρα |γαλλ. spiral |σπειράλ | σπιράλ
ελνστ. *στριγξ |υστλατ. *strigula |στρίγγλα | στρίγκλα
αρχ. τύφος |παλ. βεν. stufado |στυφάδο | στιφάδο
αρχ. σύνθεσις |αγγλ. synthesizer |συνθεσάιζερ | σινθεσάιζερ
ελνστ. γύρος |ιταλ. giro / βεν. ziro |τζύρος | τζίρος
αρχ. θύννος |ιταλ. tonno |τόννος | τόνος
ελνστ. κηρωτό |ιταλ. cerotto |τσηρώτο | τσιρότο
μεσν. τσιγγάνος |τουρκ. çingene |τσιγγούνης | τσιγκούνης
αρχ. φυτόν |τουρκ. fidan |φυντάνι | φιντάνι

(Συνεχίζεται)
 

Attachments

  • Αντιδάνεια-1.pdf
    375.3 KB · Views: 1,140

nickel

Administrator
Staff member
(Συνέχεια)

Στον κατάλογο του παραπάνω πίνακα υπάρχουν λέξεις που είχαν τις μη απλοποιημένες ορθογραφίες πριν από την απλοποίηση και έτσι τις βρίσκαμε στα λεξικά — με ή χωρίς τις απλοποιημένες ορθογραφίες (π.χ. γαρύφαλλο, κορώνα, ελιξήριο, καρώτο, φυντάνι). Για κάποιες άλλες, οι ετυμολογικές ορθογραφίες δημιουργούν υβριδικά τέρατα, ιδίως όταν τα σύμφωνα της ξένης μορφής παντρεύονται με φωνήεντα της ελληνικής, με αποτέλεσμα τύποι όπως τσηρώτο, τζύρος ή σπειράλ να μην είναι ούτε ξένοι ούτε ελληνικοί. Αυτό βέβαια ισχύει και για το γαρύφαλλο (τι σχέση έχει το «γαρυ» με το καρύδι και το «φαλλο» με το φύλλο;), αλλά μια χαρά καριέρα είχε και εξακολουθεί να έχει, αν κρίνει κανείς από τα διαδικτυακά ευρήματα, αλλά και τόσους με επώνυμο Γαρύφαλλος (καθώς και το τραγούδι των Πελόμα Μποκιού, προ απλοποίησης κι αυτό).

Γράφει ο Dr Moshe σχετικά:
Προβλήματα προκαλούν τα αντιδάνεια της Ελληνικής ή μερικοί ελληνογενείς ξένοι όροι, που συχνά επιστρέφουν στη γλώσσα με εντελώς αλλοιωμένη μορφή. Οι περιπτώσεις δεν είναι όμοιες. Επί παραδείγματι, οι γραφές γλυκερίνη, κορώνα, τόννος (το ψάρι), φυντάνι δεν ενοχλούν, ενώ το ρωδάκινο, το καρώτο ή το τσηρώτο και μερικά άλλα μοιάζουν «δυσκολοχώνευτα». Φρονώ ότι η αιτία έγκειται στην οπτική συσχέτιση των αντιδανείων με ήδη υπάρχουσες λέξεις, οι οποίες ασκούν ισχυρή επίδραση. Οι λέξεις γλυκός, κορωνίδα, φυτό συσχετίζονται εύκολα με τα ανωτέρω αντιδάνεια, ενώ η παρουσία των ομοήχων τόνος (σημείο τονισμού) και τόνος (μονάδα βάρους) διευκολύνει τη διαφοροποίηση από το ομώνυμο ψάρι (τόννος). Από την άλλη πλευρά, θα ήταν αδύνατον να επικρατήσει η γραφή πηλώτος (αντί πιλότος), μολονότι είναι βεβαιωμένο ότι πρόκειται για αντιδάνειο που ανάγεται σε τύπο *πηδώτης «πηδαλιούχος», σχηματιζόμενο από το ομηρικό πηδόν «κουπί, πηδάλιο». Ασφαλώς, η ελληνογενής άκλιτη λέξη εστέτ θα απλογραφηθεί: είναι απροσάρμοστο δάνειο και δεν μπορεί να κριθεί με τους όρους των υπολοίπων.

Στα απροσάρμοστα θα πρέπει να προσθέσουμε τη μελόντικα (που δεν θα τη γράψουμε *μελώντικα), την κομεντί (όχι *κωμεντί) και την κομέντια ντελ άρτε. Αλλά γιατί είναι πιο ευπροσάρμοστο το σπειράλ; Όταν ο φίλτατος Dr Moshe παραδέχεται ότι «ήταν αδύνατον να επικρατήσει η γραφή πηλώτος αντί πιλότος» σημαίνει ότι δεν είναι θέμα αρχής αλλά πιθανοτήτων επικράτησης; Όμως, αν είναι θέμα απήχησης, τόσα χρόνια που υπάρχει η πρόταση στο τραπέζι δεν είχαν πολύ καλύτερη τύχη οι υπόλοιπες ορθογραφίες (π.χ. τζύρος, τσηρώτο) αν εξαιρέσουμε τα κατάλοιπα του παρελθόντος (π.χ. γαρύφαλλο, μπαλλαρίνα).

Δεν είναι, βέβαια, θέμα δημοφιλίας (αν και, στο τέλος, στην αγορά κρίνονται όλα). Είναι κι άλλα τα προβλήματα. Αν δεν τα δούμε σαν δάνεια ίδια με όλα τ’ άλλα, δημιουργούμε στα καλά καθούμενα νέα δεδομένα: εκεί που έχουμε συνηθίσει το μπισκότο και το βαρελότο, με το καρώτο και το τσηρώτο φτιάχνουμε από το πουθενά (διότι μη μου πείτε ότι είναι ξαδέρφι τού –ωτός) κι ένα νέο παραγωγικό επίθημα –ώτο. Ή νέα θέματα, ανύπαρκτα ως τώρα, όπως το «φυντ» στο φυντάνι (ξαδερφάκι τού «φυτ» αυτό). Άστε που θα πρέπει να θυμόμαστε ποια «μπαλ» συνδέονται με το «βαλλίζω» για να τους διπλασιάζουμε το «λ» (και, όχι, δεν έχει σημασία που το baladeur το γράφουν οι Γάλλοι με ένα «l», ας πρόσεχαν· η λέξη τώρα ξαναβρίσκει τις ρίζες της αν τη γράψουμε μπαλλαντέρ).

Κι εγώ έχω πει ότι θα ήθελα τον τόννο με δύο «ν», όχι για να μου θυμίζει τον «θύννο», αλλά επειδή γελάω όταν διαβάζω για «τόνους τόνου». Ταυτόχρονα, θεωρώ απίθανο να ξεχωρίσουμε κάποτε την κόλα χαρτιού από την κόλλα που κολλάει. Αλλά ας αφήσουμε ήσυχη την απλοποίηση με τη λογική της, ακόμα κι αν μας ενοχλεί σε ένα-δυο σημεία. Είναι λιγότερα τα προβλήματα από όσα δημιουργούν η νεκρανάσταση ετυμολογιών, η σύνδεση σημερινών λέξεων με τυμπανιαία πτώματα και η δημιουργία λέξεων-ζόμπι και υβριδικών τεράτων.


Ανακεφαλαίωση
Ανάμεσα στα δάνεια από ξένες γλώσσες υπάρχουν διεθνείς λόγιοι όροι, που εν μέρει ή εξ ολοκλήρου βασίστηκαν σε ελληνικές λέξεις. Στα ελληνικά προσαρμόζονται ορθογραφικά, όπως άλλωστε συμβαίνει και σε άλλες γλώσσες, π.χ. αγγλ. Cenozoic, Cainozoic ή Cænozoic, γαλλ. Cénozoïque, ιταλ. Cenozoic, γερμ. Känozoikum, ελλην. καινοζωικός.

Υπάρχουν και μη λόγια δάνεια από ξένες γλώσσες, που τα ονομάζουμε αντιδάνεια επειδή κάποτε ήταν ελληνικές λέξεις που είχαν οι ξένοι δανειστεί από εμάς και μετά από μια διαδρομή σε μία ή περισσότερες ξένες γλώσσες, επέστρεψαν στη δική μας, σχεδόν αγνώριστες. Τις απλοποιούμε όπως και τα άλλα δάνεια. Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να γνωρίζουμε πώς γράφονται στην ξένη γλώσσα και είναι στρεβλωτικό να πηγαίνουμε ακόμα πιο πίσω επειδή οι ρίζες τους ήταν κάποτε ελληνικές. Π.χ. το στυφάδο γραφόταν με «υ» επειδή προέρχεται από βενετ. stufado, αλλά σήμερα έχει απλοποιηθεί σε στιφάδο. Δεν υπάρχει λόγος να το γράψουμε με «υ» επειδή στα βάθη της ιστορίας της λέξης υπήρξε ένα ελληνικό ρήμα τύφω (=γεμίζω με καπνό). Η σημασία και η γραφή της λέξης έχει αλλάξει: άλλο τύφω και άλλο στιφάδο.
 

nickel

Administrator
Staff member
Επειδή κάποιοι που παρακολουθούν το θέμα μπορεί να θεωρήσουν ότι λείπουν ορισμένα από τα αντιδάνεια του ΛΝΕΓ, να τους προλάβω:

Σύμφωνα με το ΛΝΕΓ (το δικό μου τουλάχιστον, του 2006) με «υ» πρέπει να γράφεται όχι μόνο ο τζύρος, αλλά, για τον ίδιο λόγο, και η τζυριτζάντζουλα. Λείπει από τον παραπάνω πίνακα επειδή δεν λημματογραφείται στο ΕΛΝΕΓ.
τζυριτζάντζουλα < ιταλ. gironzolare «περιφέρομαι άσκοπα, τριγυρίζω» (με εκφραστ. επανάληψη τού φθόγγου -τζ-) < *gironzolo, υποκ. του giro < λατ. gyrus < μτγν. γύρος (πβ. κ. τζύρος)). (ΛΝΕΓ)
Η απλοποιημένη γραφή της είναι, βέβαια, τζιριτζάντζουλα.

Το τσίμα-τσίμα γράφεται πλέον έτσι στο ΕΛΝΕΓ με σχόλιο:
τσίμα ή τσύμα;
Αν ήταν βέβαιη η αναγωγή —μέσω του ιταλ. cima— στο αρχ. κύμα, τότε θα επρόκειτο για αντιδάνειο και, ως εκ τούτου, η γραφή τσύμα-τσύμα (με –ύ–) θα ήταν ετυμολογικά συνεπέστερη. Εντούτοις, είναι δυνατή η διαφορετική ετυμολόγηση (< φρ. σιμά-σιμά) και, εφόσον, υπάρχει αβεβαιότητα, είναι προτιμότερη η απλούστερη γραφή: τσίμα-τσίμα (με –ί–).


Το τσανάκι και η τσανάκα γράφονται με ένα «ν». Ετυμολογία:
< τουρκ. çanak «πήλινο δοχείο», παλαιοτουρκική λέξη, η οποία δεν σχετίζεται με το ελνστ. σαννάκιον «είδος περσικού ποτηριού».

Με δύο «ν» ωστόσο γράφονται τα καννελόνια, όπως δηλ. και η καννέλα και τα όμοια του πίνακα, όχι επειδή είναι δύο στο cannelloni (δύο είναι και τα «λ», αλλά δεν μας αφορούν) αλλά στην κάννη. Λείπουν από τον πίνακα.

Η μοτοσικλέτα (γαλλ. motocyclette) είναι ελληνογενής όρος που σχηματίστηκε με βάση την ελληνική λέξη κύκλος, άρα (σύμφωνα με τα λεξικά του Κέντρου) είναι προτιμότερη η ετυμολογική γραφή μοτοσυκλέτα, όπως και γλυκερίνη από το γαλλικό glycerine από το ελληνικό γλυκός. Με τη διαφορά (λέω εγώ) ότι δεν είναι *μοτοκυκλέτα. Βέβαια, για μια λέξη που κυκλοφορούσε τόσα χρόνια με «υ» δεν αλλάζεις εύκολα συνήθειο. Στην περίπτωση λέξεων σαν αυτή (ή τις στυλ /στιλ και στυλό / στιλό) θα μας βασανίζουν πολλά χρόνια οι διπλοτυπίες.
 
Στο ΛΝΕΓ μέχρι πρόσφατα γραφόταν 'τσαννάκι' διότι δέχονταν την ετυμολογία από σαννάκιον.
 

nickel

Administrator
Staff member
Και τώρα η συνέχεια: Η ορθογραφία του αντιδανείου.

Ο Dr Moshe ταξινομεί τα αντιδάνεια σε τρεις κύριες κατηγορίες. Στις πρώτες δύο τα αντιδάνεια απλογραφούνται. Έτσι, εκτός από τα απροσάρμοστα σαν το εστέτ, έχουμε και προσαρμοσμένα που δεν είναι εύκολο στον ομιλητή να αναγνωρίσει την ελληνική τους προέλευση, οπότε: καρότο, στιφάδο, τζίρος, τσιρότο (επιλέγω λέξεις για τις οποίες έχει γίνει στο παρελθόν πολλή συζήτηση ως προς την ορθογραφία που προτείνει το Κέντρο Λεξικολογίας).

Η συζήτηση μπορεί τώρα να μεταφερθεί στις λέξεις της τρίτης κατηγορίας (με τις 4 υποκατηγορίες) όπου «μπορεί να προτιμηθεί» η ετυμολογική γραφή επειδή είναι προφανής η ελληνική προέλευση. Είναι όμως προφανής; Η πρόταση του Dr Moshe υπέρ της ετυμολογικής γραφής ενισχύεται περισσότερο, σε κάποιες περιπτώσεις, από την ιστορική γραφή των λέξεων, που θυμούνται και εξακολουθούν να χρησιμοποιούν πολλοί, ακόμα κι αν τα περισσότερα λεξικά τις έχουν προσαρμόσει στη νέα απλογραφημένη τους εκδοχή. Ανάμεσα τους είναι η κορώνα / κορόνα, το φυντάνι / φιντάνι, το ελιξήριο / ελιξίριο και το γαρύφαλλο / γαρίφαλο.

Διαβάστε και σχολιάστε (νομίζω ότι ο ίδιος θα προτιμούσε τα σχόλια να γίνουν στο ιστολόγιό του).
 

nickel

Administrator
Staff member
Κουίζ: Ποιο αντιδάνειο δεν έχει απλοποιήσει ούτε το ΛΚΝ;

Το βρήκα χτες όταν ο ορθογραφικός μου διορθωτής ήθελε να γράψω το —υ— με —ι—, κάτι που δεν ζητά ούτε το ΛΚΝ.

Αν βαριέστε το κουίζ, πατήστε εδώ.
 
Μόνο που κατά το ΛΚΝ δεν είναι αντιδάνειο (ούτε εγώ το θεωρώ). Κι αν πάμε στα αναπλοποίητα δάνεια, τότε έχει κι άλλα το ΛΚΝ (λαίδη).
 

nickel

Administrator
Staff member
Ναι, είναι θέμα για συζήτηση, αλλά άφησέ το λιγάκι, μπορεί να ψαρέψω κι άλλα... αναπλοποίητα.
 

nickel

Administrator
Staff member
Πριν περάσω στα αναπλοποίητα που με ενδιαφέρουν, να πιάσω το δυναμό του κουίζ. Καθώς το έγραφα χτες, ο διορθωτής μου το υπογράμμισε και η υπόδειξή του ήταν να το γράψω *διναμό! Άρχισα να ψάχνομαι γιατί δεν ήξερα κανένα λεξικό να το γράφει έτσι. Ούτε και βρήκα. Κατάλαβα ωστόσο τη λογική του. Θεωρεί ότι η λέξη είναι αντιδάνειο επειδή της έχουμε φερθεί σαν να είναι αντιδάνειο. Η δυναμοηλεκτρική μηχανή και η δυναμομηχανή μπορεί να είναι ελληνογενείς ξένοι όροι, αλλά το δυναμό δεν βγήκε από σύντμηση των ελληνικών λέξεων (που δεν το συνηθίζουμε άλλωστε, δεν λέμε η στενό και η δακτυλό), δεν είναι λόγιο, ήρθε κατευθείαν από τη γαλλική σύντμηση, έγινε ουδέτερο και άκλιτο. Κάτι σαν το (άγνωστο στα νεότερα λεξικά) μανιατό, που δεν το ομορφύναμε σε μαγνητό. Ε, το Λεξισκόπιο το έκανε αγνώριστο με –ι–. (Το αντίστροφο θα ήταν το αγνώριστο μετρό να γίνει η μητρό.) Θα συμφωνήσω με την εξήγηση ότι δεν ικανοποιείται το κριτήριο της συνεχούς παρουσίας προκειμένου να το κρατήσουμε με –υ–. Παρόμοια είναι η περίπτωση του υβριδικού βινύλιου, όπου το –υ– ανήκει στην ύλη. Στο ΛΝΕΓ και το ΛΚΝ έχουμε βινύλιο, στο Μείζον βινίλιο. Είμαι περίεργος να δω αν σπεύσαμε να απλοποιήσουμε και άλλα στις πρώτες μέρες της απλοποίησης.

Και ποια δεν απλοποιήσαμε; Τη λαίδη την έχουμε συζητήσει εδώ.

Δεν έχουμε συζητήσει το μωσαϊκό, από το musaicus και τις Μούσες. Γιατί δεν το κάναμε μοσαϊκό, να μην το μπερδεύουμε με τον Μωυσή και τον μωσαϊκό νόμο;
:)
 
Αυτό είναι ένα θέμα -διότι το ωμέγα δεν υπάρχει πουθενά (ή είναι μακρό το ιταλικό mosaico;!) Τουλάχιστο στο βινύλιο και ακόμα περισσότερο στο δυναμό έχουμε μια α) κρυμμένη β) ολοζώντανη ελληνική λέξη.

Το μυδράλιο βλέπω ότι έχει απλοποιηθεί στο ΛΚΝ και στο ΛΝΕΓ ως προς την κατάληξη όχι όμως και στο μι- διότι γίνεται σεβαστή η παρετυμολογία. (Ενώ στο κτ*ριο όχι από το ΛΝΕΓ).
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
(που δεν το συνηθίζουμε άλλωστε, δεν λέμε η στενό και η δακτυλό)
Επειδή δεν πρόλαβαν τη σύγχρονη τάση. Εγώ, τουλάχιστον, λέω (παράλληλα με τη φωτογραφία και τη μοτοσικλέτα) και φωτό, και μοτό, και υποθέτω ότι θα υπάρχουν και άλλα...
 

Zazula

Administrator
Staff member
Τουλάχιστο στο βινύλιο και ακόμα περισσότερο στο δυναμό έχουμε μια α) κρυμμένη β) ολοζώντανη ελληνική λέξη.
Και για τον ίδιο λόγο σχεδόν όλοι όταν μεταγράφουν το Photoshop στα ελληνικά διατηρούν το ωμέγα: φώτοσοπ (κ. φωτοσοπιά, φωτοσοπίστας κλπ).
 
Top