altan
Member
Hi to all,
I have two questions:
1- Are these expressions which I underlined, merely a fiction of Kazantzakis, or does he bring somethings to mind from Homeros' Odysseia (just like "η Ελένη ρίχνει βοτάνι μαγικό στο ποτήρι που πίνουμε...", or any other work?
2- Does "θυμελη" mean in this case as (στο αρχαίο ελληνικό θέατρο) α) ο βωμός τού Διονύσου που ήταν τοποθετημένος στο κέντρο τής ορχήστρας τού θεάτρου και στις βαθμίδες τού οποίου στεκόταν ο κορυφαίος τού χορού) http://greek_greek.enacademic.com/64364/θυμέλη
Η επιθυμία παίρνει, ας είναι καλά η βασίλισσα ετούτη της Σπάρτης, υψηλούς τίτλους ευγενείας, και η μυστική νοσταλγία κάποιου χαμένου εναγκαλισμού γλυκαίνει μέσα μας το κτήνος. Κλαίμε, φωνάζουμε, κι η Ελένη ρίχνει βοτάνι μαγικό στο ποτήρι που πίνουμε, κι αποξεχνούμε τον πόνο, κρατεί στο χέρι ένα λουλούδι, κι η μυρωδιά του αλαργαίνει τα φίδια, αγγίζει τ΄ άσχημα παιδιά κι ομορφαίνουν, καβαλάει τον τράγο της θυμελης, σαλεύει το πόδι της με το λυτό σανδάλι, κι ολάκερος ο κόσμος γίνεται άμπελος... Το χώμα μύριζε, κι από τους λεμονανθούς κρεμούσαν στάλες δροσούλα και παιχνίδιζαν στον ήλιο. Άξαφνα ανάλαφρο αγεράκι φύσηξε, κι ένας ανθός χτύπησε το μέτωπό μου και με ράντισε- ανατρίχιασα σαν να με άγγιξε αόρατο χέρι, κι όλη η γης μου φάνταξε σαν την Ελένη, γελοκλαμένη, νιόλουστη. Ανασήκωνε τα κεντημένα με λενοναθούς πέπλα και με την απαλάμη στο στόμα, ολοένα ανανεούμενη παρθένα, ακολουθούσε έναν άντρα, τον πιο δυνατό, έλαμπε η στρογγυλή πατούσα της αιματωμένη.
I have two questions:
1- Are these expressions which I underlined, merely a fiction of Kazantzakis, or does he bring somethings to mind from Homeros' Odysseia (just like "η Ελένη ρίχνει βοτάνι μαγικό στο ποτήρι που πίνουμε...", or any other work?
2- Does "θυμελη" mean in this case as (στο αρχαίο ελληνικό θέατρο) α) ο βωμός τού Διονύσου που ήταν τοποθετημένος στο κέντρο τής ορχήστρας τού θεάτρου και στις βαθμίδες τού οποίου στεκόταν ο κορυφαίος τού χορού) http://greek_greek.enacademic.com/64364/θυμέλη
Η επιθυμία παίρνει, ας είναι καλά η βασίλισσα ετούτη της Σπάρτης, υψηλούς τίτλους ευγενείας, και η μυστική νοσταλγία κάποιου χαμένου εναγκαλισμού γλυκαίνει μέσα μας το κτήνος. Κλαίμε, φωνάζουμε, κι η Ελένη ρίχνει βοτάνι μαγικό στο ποτήρι που πίνουμε, κι αποξεχνούμε τον πόνο, κρατεί στο χέρι ένα λουλούδι, κι η μυρωδιά του αλαργαίνει τα φίδια, αγγίζει τ΄ άσχημα παιδιά κι ομορφαίνουν, καβαλάει τον τράγο της θυμελης, σαλεύει το πόδι της με το λυτό σανδάλι, κι ολάκερος ο κόσμος γίνεται άμπελος... Το χώμα μύριζε, κι από τους λεμονανθούς κρεμούσαν στάλες δροσούλα και παιχνίδιζαν στον ήλιο. Άξαφνα ανάλαφρο αγεράκι φύσηξε, κι ένας ανθός χτύπησε το μέτωπό μου και με ράντισε- ανατρίχιασα σαν να με άγγιξε αόρατο χέρι, κι όλη η γης μου φάνταξε σαν την Ελένη, γελοκλαμένη, νιόλουστη. Ανασήκωνε τα κεντημένα με λενοναθούς πέπλα και με την απαλάμη στο στόμα, ολοένα ανανεούμενη παρθένα, ακολουθούσε έναν άντρα, τον πιο δυνατό, έλαμπε η στρογγυλή πατούσα της αιματωμένη.