Ο Νίκος Γουλανδρής στα «Μεταφραστικά» της Νέας Εστίας
Στο Μηνολόγιο της
Νέας Εστίας σκεφτόμουν εξαρχής να υπάρχει μια στήλη κριτικής των μεταφράσεων που κυκλοφορούσαν και συζήτησης, δευτερευόντως, λογής λογής γενικότερων μεταφραστικών ζητημάτων. Με ενοχλούσε πολύ ότι, κάθε φορά που κρίνονταν μεταφρασμένα βιβλία στον ημερήσιο και τον περιοδικό Τύπο, ή δεν γινόταν καθόλου λόγος για τη μετάφραση και την ελληνική έκδοση, λες και η κριτική αφορούσε την πρωτότυπη έκδοση του βιβλίου, ή το θέμα έκλεινε εύκολα με ένα επίθετο (ρέουσα, ζωντανή, εύχυμη, προβληματική, κλπ.)[SUB].[/SUB]
Συζήτησα την ιδέα με λίγους ανθρώπους που πίστευα ότι θα μπορούσαν να αναλάβουν τη δουλειά αυτή. Τελικά η στήλη ξεκίνησε, υπό τον τίτλο «Μεταφραστικά», τον Μάρτιο 1999, με τον ποιητή Νίκο Φωκά. Ο Φωκάς έγραψε συνολικά δέκα κείμενα και σταμάτησε.[SUP]1[/SUP] Τα κείμενα του Φωκά ήταν σύντομα, χωρίς αναλυτική τεκμηρίωση της κρίσης του. Θα προσθέσω, για την ιστορία του περιοδικού, ότι ο Νίκος Φωκάς αμειβόταν για τη συνεργασία του (20.000 δρχ. για κάθε κείμενο), όπως και λίγοι ακόμη από τους τακτικούς συνεργάτες του περιοδικού τον πρώτο καιρό. Εκτός από τον Φωκά, κανείς άλλος δεν έλαβε ποτέ αμοιβή για κείμενό του στη στήλη αυτή.
Τον Ιανουάριο 2002, τχ. 1741, άρχισε η συνεργασία με τη στήλη της Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου. Τα κείμενά της ήταν εκτενή, με διεξοδική τεκμηρίωση της κρίσης της. Η συνεργασία δεν συνεχίστηκε δυστυχώς για πολύ. Έγραψε άλλα δύο κείμενα μόνο (τχ. 1744, Απρίλιος 2002, τχ. 1750, Νοέμβριος 2002). Η στήλη απαιτούσε πολύ μόχθο, πρόσφερε λίγη δόξα και πολλαπλασίαζε τους εχθρούς του γράφοντος. Η κριτική της Σ. Ιγγλέση Μαργέλλου στο τχ. 1750 για τη μετάφραση από την Κατερίνα Σχινά των
Αξόδευτων παθών του Στάινερ (Νεφέλη, 2001) στενοχώρησε πολύ τη μεταφράστρια, η οποία απάντησε στο επόμενο τεύχος (1751, Δεκέμβριος 2002), προσπαθώντας να μπαλώσει τα αμπάλωτα.
Πέντε χρόνια αργότερα όμως, τον Ιούνιο 2007, παραδέχτηκε προς τιμήν της, από τις σελίδες της
Ελευθεροτυπίας / Βιβλιοθήκη (στη στήλη «Λόγου χάριν»), το δίκιο της κριτικού και τη γενικότερη σημασία της εμπεριστατωμένης κριτικής των μεταφράσεων.
Ας προσθέσω σε αυτά τα προεισαγωγικά ότι στη στήλη έγραψαν κατά καιρούς πολλοί: Στρατής Πασχάλης (τχ. 1713, Ιούνιος 1999),[SUP]2[/SUP] Παντελής Μπουκάλας (τχ. 1715, Σεπτέμβριος 1999), Λάμπης Καψετάκης (τχ. 1718, Δεκέμβριος 1999), Λαόνικος Διονυσίου [= Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος] (τχ. 1724 Ιούνιος 2000), Σωτήρης Χαλικιάς (τχ. 1725, Ιούλιος-Αύγουστος 2000),[SUP]3[/SUP] Χριστίνα Ντόκου (τχ. 1727, Οκτώβριος 2000), Δημήτρης Κόκορης (τχ. 1729, Δεκέμβριος 2000), Θανάσης Χατζόπουλος (τχ. 1738, Οκτώβριος 2001), Γιώργος Βέης (τχ. 1747, Ιούλιος-Αύγουστος 2002), Μιχαήλ Πασχάλης (τχ. 1763, Ιανουάριος 2004), Γιώργος Δανέζης (τχ. 1770, Σεπτέμβριος 2004),[SUP]4[/SUP] Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος (τχ. 1776, Μάρτιος 2005), Δημήτρης Ελευθεράκης (τχ. 1777, Απρίλιος 2005), Σπύρος Μοσκόβου (τχ. 1783, Νοέμβριος 2005), Ελευθέριος Ανευλαβής (τχ. 1804, Οκτώβριος 2007), Ντήτερ Ρόντεριχ Ράινς (τχ. 1808, Φεβρουάριος 2008), Μαρία Παπαδήμα (τχ. 1831, Μάρτιος 2010), Α. Κ. Χριστοδούλου (τχ. 1834, Ιούνιος 2010). Η στήλη, μετά από την αποχώρησή μου από τη διεύθυνση του περιοδικού, δεν συνεχίστηκε.
Τον Ιούνιο 2002 (τχ. 1746) εμφανίστηκε στη στήλη ο Νίκος Γουλανδρής. Ήταν ο άνθρωπος που περίμενα. Συνεργαστήκαμε μέχρι τον Μάιο 2010 (τχ. 1833). Έγραψε συνολικά δεκατρία κείμενα. Γνώριζα τον Νίκο Γουλανδρή ως ακούραστο και παθιασμένο μελετητή του Χατζή, δεν φανταζόμουν όμως ποτέ τη δεινότητά του ως μεταφραστικού κριτικού. Τον Ιανουάριο 1999 είχα δημοσιεύσει στην Νέα
Εστία (τχ. 1708, σ. 93-94) ένα μικρό κείμενο, «Εκδοτικά II. Ο Δημήτρης Χατζής εκτός εμπορίου», με αφορμή την έκτος εμπορίου έκδοση του βιβλίου του Νίκου Γουλανδρή
300 δελτία (1935-1975) για τον Δημήτρη Χατζή (Αθήνα 1998). Επικοινώνησε μαζί μου και ξανασυναντηθήκαμε στα γραφεία του περιοδικού. Λέω ξανασυναντηθήκαμε, γιατί είχαμε πρωτοσυναντηθεί στο Παρίσι στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Μετά χαθήκαμε για χρόνια. Πριν αρχίσει να στέλνει τις κριτικές του στα «Μεταφραστικά» είχε στείλει και είχα δημοσιεύσει δύο σύντομα κείμενα του για τον Χατζή στο Μηνολόγιο (τχ. 1726, Σεπτέμβριος 2000, σ. 370-372, και τχ. 1729 Δεκέμβριος 2000, σ. 1018-1020). Σημειώνω κατά χρονολογική σειρά τα κείμενα του Γουλανδρή στη στήλη «Μεταφραστικά»:
1. «Έλεγχος μιας αγγλικής μετάφρασης του Δημήτρη Χατζή» (Dimitris Hatzis,
The End of Our Small Town, Μετάφραση: David Vere, Επιμέλεια: Dimitris Tziovas, χ.τ., Centre for Byzantine, Ottoman and Modern Greek Studies, The University of Birmingham, 1995), τχ. 1746, Ιούνιος 2002, σ. 1128-1144.
2. «Παρατηρήσεις σε μια μετάφραση της
Φαίδρας του Ρακίνα» (Ρακίνας,
Φαίδρα, Μετάφραση: Στρατής Πασχάλης, Ίκαρος [Αθήνα 1990], και Ρακίνας,
Φαίδρα, Θέατρο XIX, Μετάφραση: Στρατής Πασχάλης, β΄ έκδ., Αθήνα, Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, 1998), τχ. 1753, Φεβρουάριος 2003, σ. 295-297.
3. «Ποιος κοιμάται τελικά;» [για την απόδοση του τίτλου του παραμυθιού του Περώ «La Belle au Bois dormant», και την εσφαλμένη διόρθωση, από τον Ανδρέα Παππά, που δεν κατονομάζεται, της παραδοσιακής μετάφρασής του], τχ. 1760, Οκτώβριος 2003, σ. 499-500.
4. «Παρατηρήσεις σε μια γαλλική μετάφραση ενός διηγήματος του Δ. Χατζή» [για το διήγημα «Ασήμαντες αφορμές» στον τόμο
Nouvelles grecques d’Épire. Traduites du grec par le Département de traduction-traductologie de l’Université d’Athènes, Études grecques, Παρίσι, L’Harmattan, 2002], τχ. 1761, Νοέμβριος 2003, σ. 719-722.
5. «Για μία γαλλική μετάφραση του διηγήματος του Δ. Χατζή «Η διαθήκη του καθηγητή» [περιέχεται στον τόμο Dimitris Hadzis,
La fin de notre petite ville, Μετάφραση: Michel Volkovitch και Patricia Portier, Παρίσι, Editions de l’Aube/L’Aube Poche, 2002], τχ. 1765, Μάρτιος 2004, σ. 455-468.
6. «Σχόλια στη μετάφραση του Ανδρέα Πανταζόπουλου, Πιέρ-Αντρέ Ταγκυέφ, «Κοινότητα και ‘κοινοτισμός’ στη Γαλλία: ρεπουμπλικανικές προοπτικές»,
(Νέα Εστία, τχ. 1778, Μάιος 2005, σ. 736-793)», τχ. 1785, Ιανουάριος 2006, ο. 112-117.
7. «Τι μαθαίνουμε τελικά στην επικράτεια του λόγου;» (Ντ’ Αλαμπέρ,
Προεισαγωγικός λόγος στην Εγκυκλοπαίδεια, Μετάφραση: Τιτίκα Δημητρούλια, Γλωσσική επιμέλεια: Αντώνης Ιωάννου, Εισαγωγή: Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, Αθήνα, Πόλις, 2005), τχ. 1787, Μάρτιος 2006, σ. 569-573.
8. «Μερικές από τις διορθώσεις που θα μπορούσε να έχουν γίνει» (Georges Perec,
Σκέψη/Ταξινόμηση, Εισαγωγή-μετάφραση: Λίζυ Τσιριμώκου, Αθήνα, Άγρα, 2005), τχ. 1789, Μάιος 2006, σ. 957-962.
9. «Σύντομη περιγραφή ενός κοιμωμένου δασυλλίου» (Alexis de Tocqueville,
Το παλαιό καθεστώς και η επανάσταση, Μετάφραση: Ανδρέας Παππάς, Προλεγόμενα: Πασχάλης Κιτρομηλίδης, Αθήνα, Πόλις, 2006 [[SUP]2[/SUP]2007]), τχ. 1814, Σεπτέμβριος 2008, σ. 541-545.
10. «Μερικές σημειώσεις ενός αναγνώστη (με αφορμή το παρελθόν των Ευρωπαίων και το παρόν κάποιων ελληνικών μεταφράσεών του)» (Jacques Le Goff,
Η Ευρώπη γεννήθηκε στον Μεσαίωνα;, Μετάφραση: Ελευθερία Ζέη, Επιμέλεια: Άγγελος Ελεφάντης, Άννα Μαραγκού, Αθήνα, Πόλις, 2006 [[SUP]2[/SUP]2007]), τχ. 1815, Οκτώβριος 2008, σ. 728-745.
11. «Στενάχωρα (μεταφραστικά) ερωτήματα» (André Leroi-Gourhan,
Το έργο και η ομιλία του άνθρωπου, τ. Α΄,
Τεχνική και γλώσσα, τ. Β΄,
Η μνήμη και οι ρυθμοί, Μετάφραση: Άγγελος Ελεφάντης, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2000), τχ. 1824, Αύγουστος 2009, σ. 168-177.
12. «Δύο λόγια για ένα μότο» [για το μότο στο βιβλίο του Claude Levi-Strauss,
Άγρια σκέψη, Μετάφραση: Εύα Καλπουρτζή, Προλεγόμενα-επιμέλεια: Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος, Αθήνα, Παπαζήσης, 1977, σ. [95]], τχ. 1828, Δεκέμβριος 2009, σ. 1187-1188.
13. «Ακόμη μερικά στενάχωρα (μεταφραστικά) ερωτήματα ή γιατί ένα βιβλίο δεν είναι απαραίτητα ανταλλάξιμο με ένα άλλο» (Fernand Braudel,
Η Μεσόγειος και ο μεσογειακός κόσμος την εποχή του Φιλίππου Β΄ της Ισπανίας, τ. Γ΄, Μετάφραση: Κλαίρη Μιτσοτάκη, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1η ανατ. 2006, σ. 447), τχ. 1833, Μάιος 2010, σ. 1056-1070.
Η συνεργασία του Νίκου Γουλανδρή με το περιοδικό όλα αυτά τα χρόνια ήταν άψογη και αδιατάρακτη. Ο Νίκος παρέδιδε κείμενο χιλιοδουλεμένο και δεν έπαιρνε μετά διακόσια τηλέφωνα για να μάθει πότε θα δημοσιευτεί. Δεν αιφνιδίαζε επίσης ποτέ, άλλα ρωτούσε πάντα αν θα ενδιέφερε ένα κείμενό του για την τάδε ή τη δείνα μετάφραση. Εννοείται πως και η απάντηση ήταν πάντα καταφατική. Θα μνημονέψω εδώ ένα περιστατικό που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη συνεργασία μας και στην ψυχική σχέση μας. Το 2005 δημοσίευσα στο περιοδικό ένα εκτενές κείμενο του Ταγκυέφ, εξήντα σελίδες σχεδόν, στο πλαίσιο του αφιερώματος «Κοινοτισμός, πολυπολιτισμικότητα, Εκκλησία και κράτος», σε μετάφραση του Αντρέα Πανταζόπουλου, φίλου και συνεργάτη τότε του περιοδικού, και αθεράπευτα κακογράφου. Τα γραπτά του, πρωτότυπα ή μεταφράσεις, χρειάζονταν ώρες και ώρες επιμέλεια για να σουλουπωθούν τα ελληνικά τους. Πολλές φορές μπαϊλντίζαμε, ο διορθωτής και εγώ, και κάποια στιγμή τα παρατούσαμε. Στη μετάφραση λοιπόν αυτή του Ταγκυέφ ο Γουλανδρής είχε εντοπίσει λάθη. Μου είπε ότι σκέφτεται να γράψει κάτι σχετικά. Με δοκίμαζε. Τον ενθάρρυνα να το κάνει, προσθέτοντας ότι, αν τελικά το έγραφε, θα το δημοσίευα στο περιοδικό. Το έγραψε πράγματι, και τα σκάγια δεν έπαιρναν μόνο τον μεταφραστή, άλλα και τον διορθωτή, και φυσικά έμενα. Στο τέλος μάλιστα της κριτικής του έγραφε ότι όσα ισχυριζόμουν στο εισαγωγικό κείμενο του αφιερώματος δεν επιβεβαιώνονταν, λόγω ακριβώς της προχειρότητας της μετάφρασης. Δημοσίευσα, εννοείται, χωρίς κανέναν δισταγμό την κριτική του (βλ. αρ. 6, στον παραπάνω κατάλογο). Η δημοσίευση του κειμένου του ήταν για μένα αυτονόητη, εκείνος όμως δεν είμαι βέβαιος ότι την περίμενε. Ο Πανταζόπουλος θέλησε να απαντήσει στην κριτική του Γουλανδρή. Τον απέτρεψα, γιατί δεν ήθελα να έχει το περιοδικό τον τελευταίο λόγο. Η κριτική αυτή, που ο Γουλανδρής μπορεί να πίστευε ότι με στενοχώρησε, αντίθετα με ευεργέτησε. Αν κάποιος, έκδοτης ή μεταφραστής, πήγαινε να διατυπώσει παράπονο για μια σκληρή κριτική του Γουλανδρή, τον έκοβα θυμίζοντάς του ότι δημοσίευσα κριτική του που στρεφόταν εναντίον του ίδιου του περιοδικού.
Το πρώτο κείμενο του Νίκου Γουλανδρή στα «Μεταφραστικά» έδειχνε καθαρά το σχέδιο και την ποιότητα της δουλειάς του. Ήταν ένα κείμενο εκτενές, 17 σελίδες, δίστηλο, με δεκάρια (οι σημειώσεις και τα παραθέματα με εννιάρια), στο όποιο ελεγχόταν αναλυτικά μια αγγλική μετάφραση της
Μικρής μας πόλης του Χατζή. Κάθε μεταφραστικό ατόπημα τεκμηριωνόταν. Δεν παρέθετε απλώς την αγγλική μετάφραση και όποιος καταλάβει το λάθος το κατάλαβε, άλλα μετέφραζε ο ίδιος, όπου χρειαζόταν, την αγγλική μετάφραση για να φανεί το λάθος. Παραθέτω λίγες αράδες από αυτό το προγραμματικό κείμενο (σ. 1129):
[Η μετάφραση]
είναι μια δουλειά πολύ υποκειμενική, αφού κάθε αναγνώστης και κάθε μεταφραστής δικαιούται να έχει τη δική του ανάγνωση οποιουδήποτε κειμένου. Το δικαίωμα αυτό του μεταφραστή σταματάει, βέβαια, εκεί που αρχίζει το «δικαίωμα» του κειμένου να υπάρχει χωρίς αλλοίωση της εσωτερικής συνοχής του. Αν ο μεταφραστής ξεπεράσει αυτό το όριο, θα πρέπει να είναι προετοιμασμένος να ακούσει πως η μετάφρασή του είναι αποτυχημένη —ή μάλλον πως η μετάφραση δεν ολοκληρώθηκε, έμεινε στη μέση, δημοσιεύτηκε πρόωρα.
Οι αποτυχημένες μεταφράσεις συνήθως δεν είναι —και δεν είναι μόνο— αποτέλεσμα προχειροδουλειάς. Και δεν είναι μόνο ατομική ευθύνη του μεταφραστή, ιδιαίτερα στις μέρες μας, που σπανιότατα δεν θα δούμε στα βιβλία να τυπώνονται τα ονόματα υπευθύνων, συνεργατών, συντελεστών, οι οποίοι, όπως αναγράφεται τουλάχιστον, διάβασαν το χειρόγραφο πριν από την έκδοση.
Τα «μαργαριτάρια» όταν υπάρχουν, όσο και αν είναι φανταχτερά, δεν έχουν ίσως και μεγάλη σημασία, γιατί συνήθως δημιουργούν λογικό χάσμα και έτσι είναι ευκολότερα «ορατά», ενώ ένας σοβαρός «έλεγχος ποιότητας» σχετικά ευχερώς θα μπορούσε να τα εξαλείψει από το τελικό προς δημοσίευση κείμενο.
Τα αφανέστερα λάθη, τα διαδοχικά νοηματικά γλιστρήματα, οι κυριολεκτικές, σε πρώτο βαθμό, αναγνώσεις είναι ρήγματα πολύ πιο επιζήμια για τη συνοχή του κειμένου της μετάφρασης. Έχω την εντύπωση πως συχνά μια αιτία που οδηγεί σε ελεγχόμενο αποτέλεσμα είναι οι αναμφίβολα καλοπροαίρετες, αλλά έτοιμες ιδέες του μεταφραστή (και των άλλων συντελεστών της έκδοσης) για το κείμενο που μεταφράζεται —ή για τον συγγραφέα —ή για την πολιτισμική περιοχή από την οποία προέρχεται το έργο.
Ο Γουλανδρής δεν έπιανε ποτέ να ασχοληθεί με μεταφράσεις αδόκιμων μεταφραστών, μεταφράσεις που έβλεπες με την πρώτη ματιά ότι ήταν για πέταμα, ούτε με μεταφράσεις που είχαν εκδώσει καπηλικοί εκδοτικοί οίκοι. Δεν τον ενδιέφεραν οι εύκολες νίκες. Έκρινε πάντα έγκυρους μεταφραστές (Στρατής Πασχάλης, Ανδρέας Παππάς, Λίζυ Τσιριμώκου, Άγγελος Ελεφάντης, Κλαίρη Μιτσοτάκη, κ.ά.), ορισμένοι εκ των οποίων ήταν γνωστοί και φίλοι του, και βιβλία σοβαρών εκδοτικών οίκων (Ίκαρος, Πόλις, Άγρα, ΜΙΕΤ). Έκρινε κυρίως μεταφράσεις από τα γαλλικά στα ελληνικά, αλλά, σπανιότερα, και από τα ελληνικά στα γαλλικά και τα αγγλικά.
Τα κείμενά του ήταν καρπός μεγάλου πνευματικού μόχθου, του έπαιρνε μήνες για να τα γράψει. Δουλειά στο μικροσκόπιο. Και ήταν βεβαίως καρπός μεγάλης παιδείας, όχι μόνο γλωσσικής. Όπως ακριβώς η ίδια η μετάφραση απαιτεί παιδεία και σχολαστική έρευνα, τα ίδια και παραπάνω απαιτεί και η κριτική της μετάφρασης. Αν ο φιλόλογος είναι homo suspiciosus, πολύ περισσότερο οφείλει να είναι ο μεταφραστής που παίζει πάντα σε ξένο γήπεδο. Δεν πρέπει να είναι σίγουρος για τίποτε, να ανοίγει διαρκώς τα λεξικά, ακόμη και για εκείνα που νομίζει ότι ξέρει. Ποιος, επί παραδείγματι, μεταφράζοντας Τοκβίλ, δεν θα μετέφραζε —και σωστά— το «grenier à sel» ως αλαταποθήκη; Είναι όμως και το δικαστήριο που ασχολείται με υποθέσεις που αφορούν τη διακίνηση και τον φόρο επί του αλατιού, όπως θα μεταφράσει ή θα εξηγήσει σε υποσημείωση μόνο ο καχύποπτος μεταφραστής, που παρακολουθεί στενά τα συμφραζόμενα. Η παιδεία, η υποψία και η στενή παρακολούθηση του νοήματος θα σε προφυλάξουν από το ολίσθημα να μεταφράσεις το «perception solidaire», ως «συνεκτική ως προς τη σύλληψη», ενώ το perception, προκειμένου περί φόρων, δεν σημαίνει αντίληψη, πρόσληψη, κατανόηση και άλλα συναφή, άλλα είσπραξη, η οποία είναι solidaire, δηλαδή ο φορολογούμενος για την καταβολή του εν λόγω φόρου ευθύνεται με το σύνολο της περιουσίας του (βλ. τχ. 1814, αρ. 9 του παραπάνω καταλόγου, σ. 541 και 542 αντιστοίχως). Τέτοια δουλειά έκανε στις μεταφραστικές κριτικές του ο Γουλανδρής, δεν έψαχνε για «μαργαριτάρια».
Στα δεκατρία αυτά κείμενα του στα «Μεταφραστικά» της
Νέας 'Εστίας, ο Νίκος Γουλανδρής επισήμανε πολλές δεκάδες λάθη, ανακρίβειες, ασάφειες, αντίστροφα νοήματα, αδικαιολόγητες μικρές παραλείψεις ή προσθήκες, αντωνυμίες που άλλου αναφέρονται στο πρωτότυπο και άλλου στη μετάφραση. Διάβαζε το βιβλίο από το εξώφυλλο ως το οπισθόφυλλο, έλεγχε πάντα αν μνημονεύεται η έκδοση από την οποία γινόταν η μετάφραση, και δεν άφηνε ασχολίαστο το γεγονός ότι πολύ συχνά υποσημειώσεις των ελληνικών μεταφράσεων, αν και συνοδεύονται από το «(Σ.τ.Μ.)», είναι στην πραγματικότητα κλεμμένες από την ξένη έκδοση. Πολλά από τα μεταφραστικά ατοπήματα που αλλοιώνουν το πρωτότυπο και ταλαιπωρούν τον αναγνώστη οφείλονται σε άγνοια, τα περισσότερα όμως οφείλονται σε βιασύνη, επιπολαιότητα, απροσεξία, και άλλες εκδοχές της ανευθυνότητας. Όταν διαβάζεις, για παράδειγμα, στο μεταφρασμένο κείμενο ότι ο πάπας Ιωάννης Β΄ ανακήρυξε προστάτες αγίους της Ευρώπης τον Κύριλλο και τον Μεθόδιο, και θέλεις να μάθεις λίγα περισσότερα γι’ αυτόν, παλαβώνεις διαπιστώνοντας ότι ο πάπας έζησε τον 6ο αιώνα, ενώ οι φωτιστές των Σλάβων τον 9ο αιώνα. Αν δεν γνωρίζεις ήδη ότι ο πάπας που το έκανε αυτό είναι ο Ιωάννης Παύλος Β΄, οπότε καταλαβαίνεις ότι εδώ ο μεταφραστής από απροσεξία παρέλειψε το δεύτερο από τα δύο ονόματά του, θα χάσεις άδικα πολλή ώρα ώσπου να ξεμπερδέψεις τα πράγματα (τχ. 1815, αρ. 10 του καταλόγου, σ. 733). Στις δύο εκτενείς κριτικές του για μεταφράσεις του Χατζή στα αγγλικά και τα γαλλικά, ο Γουλανδρής ελέγχει τα κάθε είδους λάθη, αλλά αποφεύγει να υποδείξει λύσεις. Μία φορά που το κάνει, η πρότασή του είναι ιδιοφυής, και δεν αντιστέκομαι στον πειρασμό να την σημειώσω. Αφορά την παρονομασία και ρίμα «πόλις ὠνία»—«(πόλις) αιωνία», από τη «Διαθήκη του καθηγητή», που για την απόδοσή της στα γαλλικά ο Γουλανδρής προτείνει: «ville mercenaire»—«(ville) millénaire» (τχ. 1765
, αρ. 5 του καταλόγου, σ. 465-466).
Τα κείμενα του Νίκου Γουλανδρή ενόχλησαν πολλούς μεταφραστές και εκδότες. Ποιος δεν ενοχλείται όταν του βρίσκουν λάθη, συχνά μάλιστα χοντρά και ασυγχώρητα; Κατανοητό και ανθρώπινο. Αναπτύχθηκε όμως, πέρα από αυτό, και μια άλλου είδους αντίδραση στα γραπτά του. Παραφουσκωμένα μυαλά, που μισοξέρανε κάποιες θεωρίες περί μετάφρασης, τον κατηγορούσαν ότι ήταν ένας απλός λαθοθήρας. Από το ύψος της θεωρίας τους υποτιμούσαν την επίμοχθη δουλειά της μεταφραστικής ακρίβειας. Άλλα πράγματα, σου λένε, μετράνε σε μια μετάφραση, το ύφος, ο σωστός τόνος, το γλωσσικό τοπίο. Ναι, βεβαίως, αλλά υπό τον όρο ότι δεν υπάρχουν λάθη, ανακρίβειες, ασάφειες, αντίθετα προς το μεταφραζόμενο νοήματα. Για ποιο ύφος να κάνεις λόγο, όταν σε αγγλική μετάφραση από πανεπιστημιακό εκδοτικό οίκο της
Μικρής μας πόλης του Χατζή, η Κύρου Ανάβασις αποδίδεται
The Ascent of the Lord (ήγουν Η Ανάληψις του Κυρίου), αντί
The Anabasis of Cyrus, οι Φράγκοι γίνονται money, και η φράση «είταν σχεδόν ευτυχισμένος» μεταφράζεται «he was all but happy» δηλαδή «ευτυχισμένος είναι το μόνο που δεν είταν» (τχ. 1746, αρ. 1 του παραπάνω καταλόγου, σ. 1129, 1131, 1137); Είναι ασφαλώς πολύ δύσκολο έως αδύνατο να υπάρχει μετάφραση χωρίς λάθη. Αλλά πόσα; Και τι είδους; Εν πάση περιπτώσει, η συζήτηση περί ύφους και άλλων υψηλών εννοιών, μπορεί να αρχίσει, μόνο αφού ο αναγνώστης κρατάει στα χέρια του ένα ακριβές κείμενο. Άλλοι πάλι —ενάρετοι, αυτοί!— προσήπταν στον Νίκο Γουλανδρή ψυχική μοχθηρία, ότι χαιρόταν να ξεμπροστιάζει μεταφραστές και εκδότες. Επειδή δεν έχω τη δύναμη να ετάζω νεφρούς και καρδίας, ρωτούσα απλώς τότε (και ρωτάω και τώρα): σε όσα γράφει και επισημαίνει έχει δίκιο ή όχι; Κανείς πάντως από τους ενοχλημένους δεν έστειλε ποτέ ένα κείμενο στο περιοδικό που να αντικρούει τις παρατηρήσεις του Γουλανδρή και να αποδεικνύει ότι έχει άδικο.
Τώρα που ο Νίκος Γουλανδρής εξέλιπε της συγγενείας ημών, ας φροντίσουμε ό,τι δεν φρόντισε εκείνος όσο ζούσε: το έργο του. Ένα από αυτά που πρέπει οπωσδήποτε να γίνει είναι να συγκεντρωθούν σε έναν τόμο όλες οι κριτικές του για μεταφράσεις, δημοσιευμένες και αδημοσίευτες. Λέω και «αδημοσίευτες», γιατί ένα κείμενο που δούλευε πολύ καιρό και θα μου έστελνε να δημοσιεύσω ήταν για τη μετάφραση του
Πνεύματος των Νόμων του Μοντεσκιέ από τους Κωστή Παπαγιώργη και Παναγιώτη Κονδύλη. Ο Νίκος Γουλανδρής ήταν γερός λόγιος. Οι μεταφραστικές κριτικές του είναι ό,τι καλύτερο έχει γραφτεί στα ελληνικά στο πεδίο αυτό. Τις χρειαζόμαστε συγκεντρωμένες για να μαθητεύουμε και να μαθαίνουμε.
Σταύρος Ζουμπουλάκης
1. Υποσημειώνω τα σχετικά τεύχη, κατά χρονολογική σειρά: 1710/3.1999, 1712/5.1999, 1715/9.1999, 1716/10.1999,1718/12.1999, 1719/1.2000, 1720/2.2000, 1721/3.2000, 1722/4.2000, 1723/5.2000.
2. Σφοδρή αντίρρηση στην επαινετική κριτική του Φωκά για τη μετάφραση των
Γάμων του Ουρανού και της Κόλασης του Μπλαίηκ (Νεφέλη, 1997) από τον Χάρη Βλαβιανό, η οποία είχε δημοσιευτεί στο προηγούμενο τεύχος (1712).
3. Απάντηση στην κριτική του Φωκά για δύο ανθολογίες κινεζικής ποίησης, αναμεταφρασμένης από τα αγγλικά και τα γαλλικά, που είχε δημοσιευτεί στο τχ. 1721.
4. Επισήμανση ασύγγνωστων λαθών του Γιώργου Κεντρωτή σε μετάφραση του ενός διηγήματος του Χάινριχ Μπελ, το οποίο είχε συμπεριληφθεί και στο «Ανθολόγιο μεταφρασμένων διηγημάτων» του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας.