By 1912, dancers and musicians from Buenos Aires travelled to Europe and the first European tango craze took place in Paris, soon followed by London, Berlin, and other capitals. Towards the end of 1913 it hit New York in the US, and Finland. (Wikipedia)
Μεταξύ 1912-13 τα νέα της εισβολής του ταγκό (έτσι γραφόταν τότε η λέξη) στην Ευρώπη φτάνουν και στην Ελλάδα. Η Νέα Ημέρα δημοσιεύει μετάφραση (που μεταφέρει αξιόπιστα το κείμενο) ανταπόκρισης του Ιταλού δημοσιογράφου Guglielmo Emanuel για την Corriere della Serra (της οποίας θα γινόταν αργότερα αρχισυντάκτης).
Το ταγκό και ο θάνατος
Ο Γουλιέλμος Εμμάνουελ αφηγείται εις την Ιταλικήν «Λεττούραν» πώς διά πρώτην φοράν είδεν εις το Βουένος Άυρες να χορεύεται το ταγκό υπό συνθήκας πολύ δραματικάς, ως θέλει αντιληφθή και ο αναγνώστης.
Εις την Αργεντινικήν η αγρυπνία παρά το φέρετρον του νεκρού —β ε λ ό ρ ι ο, όπως λέγουν εις την γλώσσαν του τόπου— έχει εορτάσιμον χαρακτήρα, ιδίως όταν το πλάσμα το οποίον εγκατέλειψε την κοιλάδα αυτήν των δακρύων είνε μικρό παιδί. Τα ινδικά έθιμα των παλαιών κατοίκων της χώρας συνεδυάσθησαν με τα Χριστιανικά και παρήγαγον το περίεργον κράμα το οποίον παρατηρούμεν σήμερον. Δεν διδάσκει το Ευαγγέλιον ότι οι αποθνήσκοντες δίκαιοι μεταβαίνουν εις ζωήν αιώνιον; δεν είναι εξ άλλου εξηκριβωμένον ότι τα μικρά παιδιά που αποθνήσκουν γίνονται άγγελοι; προς ποίον σκοπόν λοιπόν να κλαίουν οι γονείς και οι συγγενείς όταν αποθάνη το παιδάκι των; τουναντίον, οφείλουν να πανηγυρίζουν και πανηγυρίζουν χορεύοντες ταγκό. Η εορτή είνε χαρακτηριστική εις τα εξοχικά ιδίως μέρη, όπου οι συγγενείς και οι φίλοι έρχονται εξ αποστάσεως λευγών ολοκλήρων, όχι διά να συλλυπηθούν αλλά τουναντίον διά να συγχαρούν την οικογένειαν η οποία έχασε το παιδάκι της διά να κερδίση ο ουρανός ένα αγγελάκι.
Η «αγρυπνία του μικρού αγγέλου» (ιλ βελόριο ντε ουν αντζελίτο) δεν έχει τίποτε το πένθιμον, αλλ’ είνε απ’ αρχής μέχρι τέλους μία εύθυμος χορευτική εορτή. Όλοι χορεύουν μέσα εις το σπίτι το οποίον επεσκέφθη ο θάνατος, παραπλεύρως του μικρού πτώματος.
Το νεκρό παιδάκι είνε ο πρωταγωνιστής της εσπέρας, θλιβερός μικροσκοπικός πρωταγωνιστής διά τον οποίον κανείς δεν ενδιαφέρεται άλλος εκτός από την δυστυχισμένην την μητέρα του και μερικάς φίλας της αι οποίαι, με το πρόσχημα ότι την βοηθούν, καταπίνουν γλυκύσματα και κενώνουν κυάθους σοκολάτας τον ένα κατόπιν του άλλου.
Αι γυναίκες στολίζουν το νεκρό παιδάκι με λευκά φορέματα και τοποθετούν εις το κεφαλάκι του μίαν γιρλάνταν από άνθη πορτοκαλλέας. Το τοποθετούν κατόπιν εις το μικρόν του φέρετρον, το οποίον ως επί το πλείστον δεν είναι παρά ένα μεγάλο κουτί, συχνότατα από εκείνα εις τα οποία τοποθετούν τις κούκλες. Διάφορα κεριά λευκά, τοποθετημένα γύρω, συμπληρώνουν τον πένθιμον διάκοσμον. Αυτό είναι το θέαμα το οποίον παρουσιάζει το νεκρικόν δωμάτιον. Εις το παραπλεύρως όμως δωμάτιον ακούονται αστεϊσμοί και γέλωτες και οι διάφοροι συγγενείς και φίλοι χορεύουν το ταγκό υπό τους ήχους κιθαρών, κ ο ΐ ν α ς και π ε ό ν ε ς, είδος λαγούτων, των δύο τελευταίων από τα οποία αποτελούνται αι αργεντιναί ορχήστραι.
Το νεκρό παιδάκι —γράφει ο κ. Εμμάνουελ— εφαίνετο ως να παρηκολούθει με κατάπληκτα τα ανοικτά ματάκια του το βακχικόν εκείνο θέαμα το οποίον ωργανούτο προς τιμήν του.
Αι νεάνιδες, ασθενικαί μάλλον και αδύνατοι, με μαύρα μαλλιά και μελαμψόν σχεδόν και το δέρμα, έφερον όλαι σχεδόν λευκά φορέματα και εχόρευον μεταξύ των ή με τους άνδρας, σφιγμέναι επάνω των, παρειά με παρειάν, στήθος με στήθος, κνήμη με κνήμην. Ο ρυθμός του χορού ήτο αργός και ηδονιστικός, με μικρά βήματα και κυματισμούς του σώματος όπως όταν είνε κανείς μεθυσμένος. Ίσως να ήτο η αντίθεσις την οποίαν παρουσίαζεν η σκηνή εκείνη της ζωής, παραπλεύρως της σκηνής του θανάτου. Ίσως η καταθλιπτική θερμοκρασία της θερινής νυκτός εις περιβάλλον κλειστόν, όπου εκαίοντο κηρία, συνετέλει να αναμιγνύωνται τα επί των προσώπων των γυναικών διακοσμητικά με τον ιδρώτα, ως να απεσυνετίθετο ένα πτώμα. Εκείνο το οποίον δύναμαι να βεβαιώσω —καταλήγει ο κ. Εμμάνουελ— είνε ότι η ανάμνησις του πρώτου εκείνου ταγκό που είδα να χορεύεται έμεινεν εις τον νουν μου στενώς συνδεδεμένη με μίαν αποπνικτικήν ατμόσφαιραν μέθης κτηνώδους, από εκείνην που κάμνει τον άνθρωπον να πίπτη πολλάς βαθμίδας κάτω από την κλίμακα του πολιτισμού.
Υπάρχουν εις την Αργεντινήν χοροί σοβαροί, όπως το μ π α σ τ ο ν έ ρ ο και το π ε ρ ι κ ό ν. Ο τελευταίος μάλιστα θεωρείται ως ο κατ’ εξοχήν εθνικός χορός διότι εις το τέλος οι χορευταί εξάγουν τα μανδήλιά των και σχηματίζουν σημαίαν με τα εθνικά χρώματα της Αργεντινής.
Ούτε όμως του μ π α σ τ ο ν έ ρ ο η σοβαρότης ούτε του π ε ρ ι κ ό ν η πατριωτική σημασία κατορθώνουν να αποτρέψουν τους νέους από το εξωτικόν ταγκό, το οποίον θριαμβεύει και εις την Αργεντινήν όπως και εις την Ευρώπην.
Πρέπει να σημειωθεί ενταύθα ότι, μολονότι το ταγκό κάμνει τον γύρον του κόσμου με πιστοποιητικόν Αργεντινής γεννήσεως, είνε εντούτοις προϊόν το οποίον δεν προήλθεν από τας κρεολάς. Όπως εις την Ευρώπην ο Κάιζερ, κατά τον ίδιον τρόπον και εις την νοτιοαμερικανικήν δημοκρατίαν υπάρχουν πολλοί φρόνιμοι άνθρωποι οι οποίοι εξεγείρονται εναντίον της νέας ορχήσεως της απειλούσης να θέση εις αχρηστίαν τους ωραίους εθνικούς χορούς.
Το ταγκό καθ’ όλας τας πιθανότητας μετεφέρθη εις την Αργεντινήν από την Κούβαν. Οθενδήποτε όμως και να προέρχεται, το γεγονός είνε ότι αποτελεί εξέλιξιν παλαιάς ισπανικής ορχήσεως γνωστής υπό το ίδιον όνομα. Η ισπανική όρχησις, σεμνή κατ’ αρχάς και ευχάριστος, ετροποποιήθη κατόπιν συμφώνως με τον θερμόν και αισθηματικόν χαρακτήρα των κατοίκων των Αντιλλών και σήμερον μας παρουσιάζεται ως χορός ημιβάρβαρος των τροπικών. Αυτά εννοείται ότι δεν εμποδίζουν ν’ αποστέλλεται το ταγκό ανά τον κόσμον εκ της Μονμάρτρης με την ετικέτταν του αργεντινού χορού.
Νέα Ημέρα Τεργέστης («η αρχαιοτέρα ελληνική εφημερίς», έτος ιδρύσεως 1853, αρχισυντάκτης Σπύρος Μελάς), αρ. φ. 535, Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 1913, σ. 1.