Όπως ανέφερα σε αυτό εδώ το ποστ, διάβασα πρόσφατα το βιβλίο "Ζωή, την άλλη φορά", του Νίκου Χουλιαρά (εκδ. Νεφέλη 1985, Δ΄έκδοση) όπου συνάντησα πολλές άγνωστες σε μένα λέξεις. Ορισμένες τις ήξερα σε παραπλήσια μορφή, άλλες τις κατάλαβα από τα συμφραζόμενα, άλλες τις βρήκα ψάχνοντας, μερικές έμειναν μυστήριο. Τις παραθέτω όλες εδώ, κι αν κάποιος ξέρει κάτι, ας το πει κι ας μην σιωπήσει για πάντα.
Λέξεις που βρήκα
αΐλαντος: Ailanthus altissima, αείλανθος, αΐλανθος, βρωμόδεντρο, βρωμοκαρυδιά. «Στον κήπο φύτεψαν μια καρυδιά, πεντέξη κερασιές κι έναν αΐλαντο.», «...κάτω απ’ τον αΐλαντο...».
αχμάκης: ανόητος, βλάκας. «Αυτός είναι αχμάκης! Δεν ξέρει από γυναίκες...», «Αλλά κι αυτός ο αχμάκης! Τι να πεις! Άμα ο άνθρωπος δεν είναι και λίγο ξεβγαλμένος...».
βρίζα: Triticum spelta, όλυρα, αγριοσίταρο, είδος σιτηρού συγγενικό με το σιτάρι. «Ο αέρας, που περνάει ανάμεσα απ’ τις βρίζες, γι’ αυτό ακούγεται και το φουρφούρισμα.», «Ούτε και τις βρίζες άκουγα...».
γίκος: γιούκος, αποθηκευτικός χώρος, μπόγος ή στοίβα με ρούχα ή σκεπάσματα. «...και κάτι γίκοι που έφταναν ως το ταβάι, όλο με φλοκάτες και με καραμελωτές.», «...εκεί που ήταν ο γίκος με τα ρούχα και με τα δώρα.».
γκιούμι: μεταλλικό κανάτι με μακρύ χερούλι. «Ποια κουβαλάει τώρα νερό με τα γκιούμια;».
ιβάρι: βιβάρι, διβάρι, ξύλινη ή καλαμένια περίφραξη σε λιμνοθάλασσα που χρησιμεύει ως ιχθυοτροφείο (προφανής η σημασία αλλά δεν είχε τύχει να συναντήσω ποτέ τον τύπο «ιβάρι» χωρίς β ή δ στην αρχή). «...στα ιβάρια κοιμόνταν. Στα σανιδένια τα παραπήγματα, που έβαζαν τα ψάρια, και στις καλύβες που ήταν κρυμμένες μέσα στα καλάμια, ζούσαν.».
μαντζάτο: καθιστικό στα παλιά ηπειρώτικα σπίτια. «...άνοιξε η πόρτα ... και μπήκε στο μαντζάτο η Φόνη.», «Μετά, ήταν που πίναμε το γάλα, στο μαντζάτο...».
μαξούμι: βρέφος, νήπιο. «...σα να ’μουν ο γιος μου ο Ευριπίδης, μαξούμι.», «...πήρε κι έκλαιγε σα να ’τανε μαξούμι...», «ο αδερφός μου ο Θεόφιλος αρρώστησε βαριά. Είχε ρέψει, το μαξούμι, απ’ τη διάρροια...».
μούμμος: Από το φόρουμ του μεταφυσικού: μούμος = τέρας, τελώνιο. Μάλλον κάτι σαν βρικόλακας. «...και είπα, πάει πεθαμένοι είναι, είπα, και θα ‘ναι τώρα, μέσα εκεί ο μούμμος και θα τους γυροφέρνει!»
μπατσαριά: παραδοσιακή ηπειρώτικη χορτόπιτα. «Θα σου φτιάξω και μια μπατσαριά που σ’ αρέσει!».
ντουϊνέκι: ντουνέκι, ράτσα περιστεριού. «...περπάταγαν καμαρωτά [τα περιστέρια] ... κι ο Κώστας ο Μαϊδάτσης τους έριχνε κάτι τρίμματα και τα ‘’λεγε ντουϊνέκια.», «...να δουν τα περιστέρια. Θυμάσαι, Θεόφιλε, κάτι ντουϊνέκια που ’χα;».
ξωπαρμένα: αλλοπαρμένα, νεραϊδοπαρμένα. «...λόγια παράξενα και ξωπαρμένα.»
πελόττα: πελότα, μικρό μαξιλαράκι που βάζουν τις καρφίτσες οι μοδίστρες. «Ένα κοπάδι από καρφίτσες είχε πάνω της αυτή η πελόττα...».
σκιωτικό: ισκιωτικό, ξωτικό. «Με το φεγγάρι ήταν, είπε, κι έμοιαζε σα να ’ταν σκιωτικό.»
τζινάω: Τσιμπάω με βελόνα, τρυπάω. «...ακούμπησε το μούτρο μου στα γένια του που τζίναγαν...».
τσίγκια: τσίγκοι, λαμαρίνες (δεν είχε τύχει να το δω ποτέ σαν «τσίγκια», ήξερα μόνο τη μορφή τσίγκος – τσίγκοι). «...περπάταγα απάνω στα τσίγκια...», «...που είχαμε ένα υπόστεγο με τσίγκια...».
Χάονες: αρχαίο ελληνικό φύλο που εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Ηπείρου. « ‘Οι χθο... οι χάονες οι χθόνιοι... οι χθο...’ ψιθύριζε.».
Λέξεις που δεν βρήκα
ανεμοκαμμένος: «Κατέβα κάτω, ανεμοκαμμένο!» Μάλλον κάτι σαν χαμένο, βλαμμένο, αλλοπαρμένο.
άρπαγμα: «Έλεγε πως ο γιος της ο Βησσαρίωνας είχε «άρπαγμα» από μικρός. Δεν θα τον σκότιζε ποτέ το νου του για μια γυναίκα.» Μάλλον κάτι σαν τρέλα, χαζομάρα, παραξενιά, βλάβη στο μυαλό.
βούζι: «...χωμένος μες στα βούζια.» «...κρυβόταν στα βούζια και στις τσουκνίδες...» Προφανώς κάποιο φυτό, μάλλον χαμηλό, ίσως κάποιος θάμνος. Βρήκα ότι ο σαμπούκος λέγεται και βουζιά, αλλά εδώ είναι ξεκάθαρα πληθυντικός, τα βούζια.
γκαλμπίνος: «...η μάνα του το φώναζε Γκαλμπίνο, γιατί όλη τη μέρα με τα χώματα ανακατεύονταν και με τις βρωμιές, κι όλο τα μούτρα του τα ‘χε μαυρισμένα.» «...που ήταν, κιόλας, μπιτ ξανθός, και τα φρύδια του καθόλου δε φαίνονταν...» Σκέφτηκα μήπως είναι από το albino = αλφικός, επειδή λέει πως ήταν τόσο ξανθός που τα φρύδια του δε φαίνονταν, και μήπως αυτό με τις βρωμιές και τα χώματα είναι άσχετο.
γκιουλς: «...μύριζε, λέει, μια μυρωδιά σαν από γκιουλς, και σαν από νερά πορτοκαλιά με κατακάθια.» Ο νους μου πάει στο τουρκικό γκιουλ = τριαντάφυλλο, αλλά θα το χρησιμοποιούσε έτσι αυτούσιο;
κουκουντάκια: «Καθόμουν κουκουντάκια, πάνω από την τρύπα [του απόπατου]...» Προφανώς ανακούρκουδα.
μουσουνταράς: «Εγώ, από ώρα, ήμουν κλεισμένος στο μουσουνταρά...» «...όλο κάτι πανάκια έβγαζε απ’ το μουσουνταρά. Τα ‘φερνε κάτω στο μαντζάτο...» «...ανέβηκα πάνω στο μουσουνταρά.» Προφανώς κάποιο δωμάτιο του σπιτιού.
μπανταλαμάς: «...αλλά τους έδωσε δυο υπουργεία που ήταν μπανταλαμάδες, και δεν τα πήραν στο τέλος...» Προφανώς κάτι σαν μπακατέλα, άχρηστο, δευτεράντζα. Μάλλον σχετίζεται με τη λέξη μπανταλά.
μπάσι: «...στο μπάσι το χαμηλό, κάθονταν κι αυτοί, οι κουμπάροι οι πολλοί...» «...κι απάνω στο χώμα, πάταγαν τα μπάσια τα μεγάλα...» Μάλλον χαμηλός πάγκος.
περετεύω: «...και γυναίκες της είχε, να την περετεύουν και να την έχουν σα βασίλισσα...». Προφανώς υπηρετώ.
πιτιάζω: «...το στόμα μου πίτιασε, φέρε μου κάτι να πιω...» Προφανώς στέγνωσε, ξεράθηκε.
σγκρουμπός: «Ούτε όμως και να τα κατεβάσει μπορούσε [τα χέρια του], γιατί ήταν σγκρουμπά και μαζεμμένα.» Ίσως έχει να κάνει με το σκρούμπος = καμμένος, καρβουνιασμένος.
σιουλήστρα: Κάποιος αποσυναρμολογεί ένα κλαρίνο και συνεχίζει... «...μέχρι που απόμεινε στο στόμα του ένα πράμα μικρό, σα να ‘ταν σιουλήστρα...» Δεν μπόρεσα να σκεφτώ ούτε να βρω τίποτα.
σιουρ: «Θα μας κάνεις σιουρ, στον κόσμο όλο! Τι θα πει ο κόσμος!» Μάλλον κάτι σαν ρεζίλι, βούκινο.
τζινικό: «Γιατί η μαϊμού είναι τζινικό, και τα τζινικά σέρνουν κακό από πίσω τους. Έλεγαν κιόλας, ότι στα παλιά τα χρόνια, τα τζινικά έβγαιναν τις νύχτες...» Προφανώς κάτι σαν ξωτικό, καλικάντζαρος, κακοπροαίρετο υπερφυσικό πλάσμα. Δεν ξέρω αν μπορεί να σχετίζεται με το αραβικό τζιν, το τζίνι του παραμυθιού.
τσιοκάνι: «Χτύπαγα την πόρτα, που είχε ένα τσιοκάνι σιδερένιο, και μ’ άνοιγαν.» Μάλλον είναι το ρόπτρο.
Ντιμήρω: γυναικείο όνομα, δεν είχε τύχει να το συναντήσω, ούτε το βρήκα πουθενά. Μου θυμίζει τα ονόματα δύο κουνελιών που λέει η μαμά μου ότι είχε μια θεια της, τα έλεγαν ο Ντεμήρος και η Παρμαθούλα (το Ντεμήρος δεν το είχα δει γραμμένο, δεν ξέρω αν θα ήταν με ήτα ή με γιώτα).
Φράση που δίνει τον τίτλο στο βιβλίο:
Δυο γυναίκες συζητούν και λέει η μία στην άλλη ότι μια ζωή έτρεχαν για τους άντρες, τα παιδιά, τους γονείς, τους άλλους, και ρωτά τέλος: «Εμείς πότε θα ζήσουμε;» Η άλλη γυναίκα της απαντά: «Την άλλη φορά.»
Φράση που κράτησα:
Μιλά για τη γιορτή του πολυτεχνείου, για το πώς όλοι αυτοί που έμειναν κλεισμένοι στα σπίτια τους εκείνη τη μέρα και δεν βγήκαν να στηρίξουν την εξέγερση είναι οι ίδιοι που λίγα χρόνια μετά βγαίνουν στους δρόμους και γιορτάζουν και καταθέτουν στεφάνια, και καταλήγει: «Οι θυσίες γίνονται από τους λίγους, οι γιορτές απ’ τους πολλούς.»
Λέξεις που βρήκα
αΐλαντος: Ailanthus altissima, αείλανθος, αΐλανθος, βρωμόδεντρο, βρωμοκαρυδιά. «Στον κήπο φύτεψαν μια καρυδιά, πεντέξη κερασιές κι έναν αΐλαντο.», «...κάτω απ’ τον αΐλαντο...».
αχμάκης: ανόητος, βλάκας. «Αυτός είναι αχμάκης! Δεν ξέρει από γυναίκες...», «Αλλά κι αυτός ο αχμάκης! Τι να πεις! Άμα ο άνθρωπος δεν είναι και λίγο ξεβγαλμένος...».
βρίζα: Triticum spelta, όλυρα, αγριοσίταρο, είδος σιτηρού συγγενικό με το σιτάρι. «Ο αέρας, που περνάει ανάμεσα απ’ τις βρίζες, γι’ αυτό ακούγεται και το φουρφούρισμα.», «Ούτε και τις βρίζες άκουγα...».
γίκος: γιούκος, αποθηκευτικός χώρος, μπόγος ή στοίβα με ρούχα ή σκεπάσματα. «...και κάτι γίκοι που έφταναν ως το ταβάι, όλο με φλοκάτες και με καραμελωτές.», «...εκεί που ήταν ο γίκος με τα ρούχα και με τα δώρα.».
γκιούμι: μεταλλικό κανάτι με μακρύ χερούλι. «Ποια κουβαλάει τώρα νερό με τα γκιούμια;».
ιβάρι: βιβάρι, διβάρι, ξύλινη ή καλαμένια περίφραξη σε λιμνοθάλασσα που χρησιμεύει ως ιχθυοτροφείο (προφανής η σημασία αλλά δεν είχε τύχει να συναντήσω ποτέ τον τύπο «ιβάρι» χωρίς β ή δ στην αρχή). «...στα ιβάρια κοιμόνταν. Στα σανιδένια τα παραπήγματα, που έβαζαν τα ψάρια, και στις καλύβες που ήταν κρυμμένες μέσα στα καλάμια, ζούσαν.».
μαντζάτο: καθιστικό στα παλιά ηπειρώτικα σπίτια. «...άνοιξε η πόρτα ... και μπήκε στο μαντζάτο η Φόνη.», «Μετά, ήταν που πίναμε το γάλα, στο μαντζάτο...».
μαξούμι: βρέφος, νήπιο. «...σα να ’μουν ο γιος μου ο Ευριπίδης, μαξούμι.», «...πήρε κι έκλαιγε σα να ’τανε μαξούμι...», «ο αδερφός μου ο Θεόφιλος αρρώστησε βαριά. Είχε ρέψει, το μαξούμι, απ’ τη διάρροια...».
μούμμος: Από το φόρουμ του μεταφυσικού: μούμος = τέρας, τελώνιο. Μάλλον κάτι σαν βρικόλακας. «...και είπα, πάει πεθαμένοι είναι, είπα, και θα ‘ναι τώρα, μέσα εκεί ο μούμμος και θα τους γυροφέρνει!»
μπατσαριά: παραδοσιακή ηπειρώτικη χορτόπιτα. «Θα σου φτιάξω και μια μπατσαριά που σ’ αρέσει!».
ντουϊνέκι: ντουνέκι, ράτσα περιστεριού. «...περπάταγαν καμαρωτά [τα περιστέρια] ... κι ο Κώστας ο Μαϊδάτσης τους έριχνε κάτι τρίμματα και τα ‘’λεγε ντουϊνέκια.», «...να δουν τα περιστέρια. Θυμάσαι, Θεόφιλε, κάτι ντουϊνέκια που ’χα;».
ξωπαρμένα: αλλοπαρμένα, νεραϊδοπαρμένα. «...λόγια παράξενα και ξωπαρμένα.»
πελόττα: πελότα, μικρό μαξιλαράκι που βάζουν τις καρφίτσες οι μοδίστρες. «Ένα κοπάδι από καρφίτσες είχε πάνω της αυτή η πελόττα...».
σκιωτικό: ισκιωτικό, ξωτικό. «Με το φεγγάρι ήταν, είπε, κι έμοιαζε σα να ’ταν σκιωτικό.»
τζινάω: Τσιμπάω με βελόνα, τρυπάω. «...ακούμπησε το μούτρο μου στα γένια του που τζίναγαν...».
τσίγκια: τσίγκοι, λαμαρίνες (δεν είχε τύχει να το δω ποτέ σαν «τσίγκια», ήξερα μόνο τη μορφή τσίγκος – τσίγκοι). «...περπάταγα απάνω στα τσίγκια...», «...που είχαμε ένα υπόστεγο με τσίγκια...».
Χάονες: αρχαίο ελληνικό φύλο που εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Ηπείρου. « ‘Οι χθο... οι χάονες οι χθόνιοι... οι χθο...’ ψιθύριζε.».
Λέξεις που δεν βρήκα
ανεμοκαμμένος: «Κατέβα κάτω, ανεμοκαμμένο!» Μάλλον κάτι σαν χαμένο, βλαμμένο, αλλοπαρμένο.
άρπαγμα: «Έλεγε πως ο γιος της ο Βησσαρίωνας είχε «άρπαγμα» από μικρός. Δεν θα τον σκότιζε ποτέ το νου του για μια γυναίκα.» Μάλλον κάτι σαν τρέλα, χαζομάρα, παραξενιά, βλάβη στο μυαλό.
βούζι: «...χωμένος μες στα βούζια.» «...κρυβόταν στα βούζια και στις τσουκνίδες...» Προφανώς κάποιο φυτό, μάλλον χαμηλό, ίσως κάποιος θάμνος. Βρήκα ότι ο σαμπούκος λέγεται και βουζιά, αλλά εδώ είναι ξεκάθαρα πληθυντικός, τα βούζια.
γκαλμπίνος: «...η μάνα του το φώναζε Γκαλμπίνο, γιατί όλη τη μέρα με τα χώματα ανακατεύονταν και με τις βρωμιές, κι όλο τα μούτρα του τα ‘χε μαυρισμένα.» «...που ήταν, κιόλας, μπιτ ξανθός, και τα φρύδια του καθόλου δε φαίνονταν...» Σκέφτηκα μήπως είναι από το albino = αλφικός, επειδή λέει πως ήταν τόσο ξανθός που τα φρύδια του δε φαίνονταν, και μήπως αυτό με τις βρωμιές και τα χώματα είναι άσχετο.
γκιουλς: «...μύριζε, λέει, μια μυρωδιά σαν από γκιουλς, και σαν από νερά πορτοκαλιά με κατακάθια.» Ο νους μου πάει στο τουρκικό γκιουλ = τριαντάφυλλο, αλλά θα το χρησιμοποιούσε έτσι αυτούσιο;
κουκουντάκια: «Καθόμουν κουκουντάκια, πάνω από την τρύπα [του απόπατου]...» Προφανώς ανακούρκουδα.
μουσουνταράς: «Εγώ, από ώρα, ήμουν κλεισμένος στο μουσουνταρά...» «...όλο κάτι πανάκια έβγαζε απ’ το μουσουνταρά. Τα ‘φερνε κάτω στο μαντζάτο...» «...ανέβηκα πάνω στο μουσουνταρά.» Προφανώς κάποιο δωμάτιο του σπιτιού.
μπανταλαμάς: «...αλλά τους έδωσε δυο υπουργεία που ήταν μπανταλαμάδες, και δεν τα πήραν στο τέλος...» Προφανώς κάτι σαν μπακατέλα, άχρηστο, δευτεράντζα. Μάλλον σχετίζεται με τη λέξη μπανταλά.
μπάσι: «...στο μπάσι το χαμηλό, κάθονταν κι αυτοί, οι κουμπάροι οι πολλοί...» «...κι απάνω στο χώμα, πάταγαν τα μπάσια τα μεγάλα...» Μάλλον χαμηλός πάγκος.
περετεύω: «...και γυναίκες της είχε, να την περετεύουν και να την έχουν σα βασίλισσα...». Προφανώς υπηρετώ.
πιτιάζω: «...το στόμα μου πίτιασε, φέρε μου κάτι να πιω...» Προφανώς στέγνωσε, ξεράθηκε.
σγκρουμπός: «Ούτε όμως και να τα κατεβάσει μπορούσε [τα χέρια του], γιατί ήταν σγκρουμπά και μαζεμμένα.» Ίσως έχει να κάνει με το σκρούμπος = καμμένος, καρβουνιασμένος.
σιουλήστρα: Κάποιος αποσυναρμολογεί ένα κλαρίνο και συνεχίζει... «...μέχρι που απόμεινε στο στόμα του ένα πράμα μικρό, σα να ‘ταν σιουλήστρα...» Δεν μπόρεσα να σκεφτώ ούτε να βρω τίποτα.
σιουρ: «Θα μας κάνεις σιουρ, στον κόσμο όλο! Τι θα πει ο κόσμος!» Μάλλον κάτι σαν ρεζίλι, βούκινο.
τζινικό: «Γιατί η μαϊμού είναι τζινικό, και τα τζινικά σέρνουν κακό από πίσω τους. Έλεγαν κιόλας, ότι στα παλιά τα χρόνια, τα τζινικά έβγαιναν τις νύχτες...» Προφανώς κάτι σαν ξωτικό, καλικάντζαρος, κακοπροαίρετο υπερφυσικό πλάσμα. Δεν ξέρω αν μπορεί να σχετίζεται με το αραβικό τζιν, το τζίνι του παραμυθιού.
τσιοκάνι: «Χτύπαγα την πόρτα, που είχε ένα τσιοκάνι σιδερένιο, και μ’ άνοιγαν.» Μάλλον είναι το ρόπτρο.
Ντιμήρω: γυναικείο όνομα, δεν είχε τύχει να το συναντήσω, ούτε το βρήκα πουθενά. Μου θυμίζει τα ονόματα δύο κουνελιών που λέει η μαμά μου ότι είχε μια θεια της, τα έλεγαν ο Ντεμήρος και η Παρμαθούλα (το Ντεμήρος δεν το είχα δει γραμμένο, δεν ξέρω αν θα ήταν με ήτα ή με γιώτα).
Φράση που δίνει τον τίτλο στο βιβλίο:
Δυο γυναίκες συζητούν και λέει η μία στην άλλη ότι μια ζωή έτρεχαν για τους άντρες, τα παιδιά, τους γονείς, τους άλλους, και ρωτά τέλος: «Εμείς πότε θα ζήσουμε;» Η άλλη γυναίκα της απαντά: «Την άλλη φορά.»
Φράση που κράτησα:
Μιλά για τη γιορτή του πολυτεχνείου, για το πώς όλοι αυτοί που έμειναν κλεισμένοι στα σπίτια τους εκείνη τη μέρα και δεν βγήκαν να στηρίξουν την εξέγερση είναι οι ίδιοι που λίγα χρόνια μετά βγαίνουν στους δρόμους και γιορτάζουν και καταθέτουν στεφάνια, και καταλήγει: «Οι θυσίες γίνονται από τους λίγους, οι γιορτές απ’ τους πολλούς.»