«Παραολυμπιακοί» vs. «Παρολυμπιακοί» Αγώνες

vfaronov

New member
Στο Google βλέπω ότι οι «Παραολυμπιακοί» Αγώνες είναι πολύ πιο διαδεδομένοι από τους «Παρολυμπιακούς». Αλλά κατά τους κανόνες της αρχαίας θα έπρεπε να είναι «παρ-ο» λόγω εκθλίψεως, έτσι δεν είναι; Ήταν η έκθλιψη ήδη (τόσο) μη παραγωγική όταν δημιουργήθηκε αυτή η λέξη στα νέα ελληνικά;
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Αρχικά, ο αγγλικός όρος paralympic προήλθε από τη σύνθεση των λέξεων paraplegic + olympic (πηγή). Στη συνέχεια, η ερμηνεία του όρου αναδιατυπώθηκε διεθνώς ως para + olympic για να συμπεριλάβει και άλλες κατηγορίες ατόμων με ειδικές ανάγκες και, παράλληλα, να συνδεθούν στενότερα με το ευρύτερο ολυμπιακό κίνημα (πηγή).

Η περίεργη σύνθεση του ελληνικού όρου αντανακλά, νομίζω, αυτή την εξέλιξη.
 
Δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα λέξης όπου γίνεται έκθλιψη. Κι αν στο παραεμπόριο πολλοί αντιδρούν και θεωρούν πως το σωστό είναι παρεμπόριο, κανείς δεν έχει πει *παροικονομία την παραοικονομία (ενώ: παροικία). Γενικότερα, στις νεοπαγείς λέξεις υπάρχει η τάση να εμφανίζονται ακέρια τα συστατικά τους μέρη (πρβλ. επίσης αποενοχοποίηση, εξίσου διαδομένη με την απενοχοποίηση, ενώ ακούγεται ακόμη και η τηλεεργασία, που θα ήταν αδιανόητη πριν από δυο-τρεις γενιές). Ίσως εδώ να βρίσκεται και η αρχή του φαινομένου της σχιζολεξίας, αλλ' αυτό είναι άλλη κουβέντα.
 
Με μια πρόχειρη ματιά, το ΛΚΝ δίνει: παραεκκλησιαστικός, παραεξουσία, παραωριμάζω, αποαποικιοποίηση, αποηχηροποίηση, υποεπιτροπή, υποανάπτυκτος (και υπανάπτυκτος), υποαλλεργικός, υποαπασχόληση, υποατομικός, υποομάδα, υποορισμός και πάρα πολλά με το αντί (χώρια αυτά που παλιότερα θα προκαλούσαν δάσυνση).
 
Top