Με τη σημασία που καταλαβαίνει όποιος ξέρει αρκετά αγγλικά ώστε να αντιλαμβάνεται αμέσως από τη σύμφραση ότι δεν αναφέρεται σε άγγιγμα.
a small feature that improves something: The flowers in the room were a nice touch. | Lace added a decorative touch to the tablecloth. [Macmillan]
Όμορφη...