Αυτές τις λέξεις μάζεψα, βάλτε και εσείς την οβολλύσας.
λύσσα: (αττική διάλεκτος ή Λύττα) 1) Η αρρώστια λύσσα, κυνική μανία, οξύ, κατά κανόνα θανατηφόρο, ιογενές λοιμώδες νόσημα. 2) Ακατάσχετη μανία, παράφορη οργή, μανία έχθρα. 3) α) Σφοδρή επιθυμία, μανία για κάτι. β) ερωτική επιθυμία. γ)...