Κι αν είστε ετυμολογιομανείς, όπως εγώ, ορίστε πλούσιες πληροφορίες για τη λέξη persimmon.
First use: 1610s
Origin: Powhatan (Algonquian) pasimenan "fruit dried artificially", from pasimeneu "he dries fruit", containing proto-Algonquian */-min-/ "fruit, berry"., όπως λέει ενδεικτικά εδώ.