Στο ΜΗΛΝΕΓ:
καρμίρης
1) Πολύ τσιγκούνης άνθρωπος, που ζει με στερήσεις, για να μην ξοδέψει χρήματα
2) Αυτός που γκρινιάζει διαρκώς, που δεν είναι ικανοποιημένος με τίποτα και είναι συνέχεια δυσαρεστημένος, που δεν έχει καλή διάθεση, που βλέπει την αρνητική όψη των πραγμάτων (ΣΥΝ μίζερος):
Πρέπει να σταματήσουμε να είμαστε καρμίρηδες και να δούμε τη ζωή πιο θετικά