metafrasi banner

repertoire = ρεπερτόριο +

unique

Member
Η τέχνη κατασκευής χρησμοδοτικών ομοιωμάτων πέρασε στο ρεπερτόριο των μάγων του μεσαίωνα.
Το "ρεπερτόριο" ακούγεται καλά ή να χρησιμοποιήσω άλλη λέξη;
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Το ρεπερτόριο θυμίζει ίσως περισσότερο τέχνες από ό,τι χρειάζεται για την εποχή· θα ταίριαζε ίσως καλύτερα σε σημερινούς ταχυδακτυλουργούς και μάγους, που κάνουν παραστάσεις. Για τους μάγους του Μεσαίωνα θα πρότεινα να δεις επίσης κάτι πιο «πολεμικό», π.χ. φαρέτρα, οπλοστάσιο.
 
Εξαρτάται από το συγκείμενο.
Αν ο γράφων στέκεται κριτικά απέναντι σε μάγους και μαγείες, μια χαρά είναι το "ρεπερτόριο".
 

unique

Member
Ο συγγραφέας κάνει απλά μια ιστορική αναφορά. Η στάση του είναι ουδέτερη. Η ερώτησή μου έχει να κάνει περισσότερο με το εάν το "ρεπερτόριο" έχει πολιτογραφηθεί κανονικά στην Ελληνική ή όχι. Ωστόσο κάθε υπόδειξη είναι ευπρόσδεκτη.
Τι θα λέγατε για: "ενσωματώθηκε στις τεχνικές των μάγων";
 

nickel

Administrator
Staff member
Αντιγράφω από Encarta:
repertoire noun
1. material available for performance: a stock of musical or dramatic material that is known and can be performed
2. body of artistic works: the entire body of works in a specific area of the arts
3. range of resources that somebody has: the range of techniques, abilities, or skills that somebody or something has: the surgeon's repertoire.

Καλό είναι να δούμε ότι διαφέρουν κάπως οι σημασίες από το repertory, το ρεπερτόριο του θεάτρου ή το απόθεμα ανεκδότων που έχει ένας κωμικός (a comedian with a large repertory of jokes). Ο μάγος του μεσαίωνα διαθέτει το repertoire (3): range of techniques.

Αλλά έχω κολλήσει κι εγώ στο οπλοστάσιο και το απόθεμα τεχνικών — ενώ κάτι μου λέει ότι υπάρχει και κάτι καλύτερο (αλλά όχι το ρεπερτόριο).
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Τι θα λέγατε για: "ενσωματώθηκε στις τεχνικές των μάγων";
Ίσως «εντάχθηκε στις δεξιότητες των μάγων»... Ε'ιναι απλώς τεχνική ή και κάτι περισσότερο; (Ψιλές διαφορές, ίσως...)
 
Ίσως ακόμα "συμπεριλήφθηκε στις αρμοδιότητες" ή "πέρασε στην αρμοδιότητα", ανάλογα με το ακριβές νόημα.
 

Cadmian

New member
Μπορείς να κάνεις και πιο λογοτεχνίζουσα απόδοση.

... μπήκε κι αυτή στο μαγικό σακούλι με τα κόλπα/ τις τεχνικές των μάγων του Μεσαίωνα.
 

unique

Member
Η λέξη που χρησιμοποιεί είναι magician. Να προσθέσω ακόμη ότι το κείμενο έχει λόγιο χαρακτήρα. Πρόκειται για τεχνικές που αφορούν την παράδοση του Ερμή του τρισμέγιστου.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Η ερώτησή μου έχει να κάνει περισσότερο με το εάν το "ρεπερτόριο" έχει πολιτογραφηθεί κανονικά στην Ελληνική ή όχι.
Για να γυρίσουμε στην αρχική σου ερώτηση, να τσιτάρω ΛΚΝ και ΛΝΕΓ:

ΛΚΝ: ρεπερτόριο το [repertório] Ο42 : σύνολο δραματικών ή μουσικών έργων που παίχτηκαν ή που θα παιχτούν σε μια χρονική περίοδο, από ορισμένο θίασο ή καλλιτέχνη: Tο Εθνικό θέατρο περιέλαβε στο χειμερινό ρεπερτόριό του δύο έργα του Ευριπίδη, στο δραματολόγιό του. Tο ~ ενός ηθοποιού / ενός μουσικού / ενός τραγουδιστή. Πλούσιο / φτωχό ~. Εναλλασσόμενο ~ (ενός θεάτρου), που περιλαμβάνει έργα από διαφορετικά είδη. Θίασος ρεπερτορίου, που παίζει έργα επιλεγμένα από ένα είδος.
[λόγ. < ιταλ. repertori(o) -ον]


Πολύ περισσότερα στο ΛΝΕΓ: ρεπερτόριο (το) {ρεπερτορί-ου | -ων} 1. το σύνολο των έργων (θεατρικών ή μουσικών) που έχει προγραμματίσει να παρουσιάσει για ορισμένη χρονική περίοδο ένα καλλιτεχνικό σχήμα (θεατρική ομάδα, ορχήστρα κ.λπ.) ή ένας καλλιτέχνης: το ~ τού Εθνικού Θεάτρου για την επόμενη χρονιά ΦΡ. θέατρο ρεπερτορίου σύστημα παρουσίασης θεατρικών έργων, κατά το οποίο ένας θίασος ερμηνεύει διάφορα έργα σε τακτά χρονικά διαστήματα ή με εναλλασσόμενη συχνότητα κατά τη διάρκεια θεατρικής περιόδου 2. το σύνολο των έργων ενός καλλιτεχνικού είδους, η συνολική καλλιτεχνική παραγωγή στο είδος αυτό σε μία χώρα ή εποχή, σύμφωνα με συγκεκριμένο καλλιτεχνικό ρεύμα ή τεχνοτροπία: διεθνές | ελληνικό | ευρωπαϊκό | μοντέρνο | κλασικό ~ 3. το σύνολο των μουσικών έργων, κομματιών ή θεατρικών ρόλων που μπορεί να ερμηνεύσει ή έχει ήδη ερμηνεύσει ένας καλλιτέχνης: είναι από τους ηθοποιούς που διαθέτουν πλούσιο | ανεξάντλητο ~ || ένας σολίστας τής δικής του κλάσης πρέπει να ανανεώνει διαρκώς το ~ του 4. το σύνολο των έργων μιας τέχνης, ιδίως τής μουσικής ή τού θεάτρου, τα οποία, λόγω τής ιδιαίτερης αξίας ή σημασίας τους, αποτελούν τακτικό μέρος τού ρεπερτορίου των καλλιτεχνών ή των καλλιτεχνικών σχημάτων: κομμάτι ρεπερτορίου. [ΕΤΥΜ < ιταλ. repertorio < μτγν. λατ. repertorium «ευρετήριο» < λατ. reperire «ανευρίσκω (έπειτα από αναζήτηση)» (μτχ. repertus -um) < re- «ava→ + parere «γεννώ, παράγω»].

Με άλλα λόγια, είναι λέξη πολιτογραφημένη κανονικά, σαφώς σε συσχετισμό με καλές τέχνες.
 

daeman

Administrator
Staff member
Δεν θα με ξένιζε το ρεπερτόριο στη συγκεκριμένη χρήση, όσο κι αν έχει συνδεθεί με τις καλές τέχνες.
Εκτός από τα πολεμικά που λέει ο Δόχτορας (οπλοστάσιο, φαρέτρα) και το απόθεμα τεχνικών, μια άλλη ιδέα είναι η εργαλειοθήκη ή η περίφραση εντάχθηκε στα εργαλεία / σύνεργα των μάγων / αλχημιστών του μεσαίωνα. Βέβαια, άλλο τεχνική κι άλλο εργαλείο, αλλά με τα χρησμοδοτικά ομοιώματα, αντικείμενα απτά, με υλική υπόσταση, ίσως να μη με έκανε να κοντοσταθώ.
 

nikosl

Member
Ενημερωτικά, στον τομέα της πολιτικής επιστήμης (και ειδικότερα στη συγκρουσιακή πολιτική στην οποία δουλεύω κι εγώ) έχει επικρατήσει ο όρος "ρεπερτόριο" / "ρεπερτόριο δράσης" για να αποδώσει το repertoire (of action).

Δείτε πχ εδώ την ανακοίνωση του Θανάση Τσακίρη. Άρα χρησιμοποιείται ελεύθερα και εκτός καλλιτεχνικών αναφορών.
 

unique

Member
Νομίζω ότι η λέξη «τεχνική» που πρότεινα αρχικά δεν ανταποκρίνεται στο νόημα. Η τεχνική χαρακτηρίζει περισσότερο την ειδική μεθοδολογία κατασκευής και όχι το ολοκληρωμένο προϊόν. Ίσως το «τέχνασμα» ή οι "δεξιότητες" να είναι καταλληλότερα. Νομίζω ότι θα χρησιμοποιήσω το «συμπεριλήφθη στις αρμοδιότητες» του Θέμη ή ένα από τα «άρχισε να ασκείται και από», «εμπλούτισε τα τεχνάσματα των», «συμπεριλήφθηκε στα τεχνάσματα». Ωστόσο παίζουν και οι λέξεις "κατάλογος" και «γκάμμα», «προστέθηκε στη γκάμμα των τεχνασμάτων». Το ΛΝΕΓ λέει ότι πρόκειται για αντιδάνειο (ιταλ. Gamma, αρχ. γάμμα).
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
γκάμα (με ένα μ) απλογραφημένο κατά το ΛΚΝ.

Και η έννοια που δίνεις για την τεχνική, είναι μία μόνο σημασία (πάλι ΛΚΝ):
τεχνική η [texnikí] Ο29 : το σύνολο των επιστημονικών ή εμπειρικών μεθόδων με τις οποίες ο άνθρωπος εκτελεί ένα έργο ή πετυχαίνει ένα ορισμένο αποτέλεσμα: H ~ της κατασκευής γεφυρών / υψηλών κτιρίων. H ~ της υφαντουργίας. H ~ των πωλήσεων. Εφαρμόζονται νέες τεχνικές για την αποδοτική καλλιέργεια της γης. Xάρη στην ~ ο άνθρωπος προσάρμοσε το περιβάλλον στα σχέδιά του. || ο ιδιαίτερος τρόπος δουλειάς ενός καλλιτέχνη: H ~ του Γκρέκο. [λόγ. ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. τεχνικός]
 

nickel

Administrator
Staff member
Το 'στυψα το παντέρμο, αλλά δεν κατέβασε τίποτα. Δέχομαι ότι καλύτερα να επεκτείνουμε τη σημασία του ρεπερτορίου, όπως το έχουν ήδη κάνει κάποιοι· δεν θα πονοκεφαλιάζουμε, είναι και λίγο αναπόφευκτο. Προσπαθούσα να σκεφτώ αν υπάρχει, όπως έχουμε το δραματολόγιο για το θεατρικό ρεπερτόριο, κάτι αντίστοιχο για παραπέρα (μέχρι που θα ήθελα να προτείνω το... τεχνολόγιο για το σύνολο τεχνών, τεχνικών και τεχνασμάτων). Αλλά δεν...
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Και αν καταλήγουμε να αποδεχτούμε το ρεπερτόριο, να προσθέσω ότι προσωπικά θα προσπαθούσα (ακόμη και σε δύσκολο ρέτζιστερ) να αποφύγω τις συνεχόμενες γενικές (τρεις και δύο, σύνολο πέντε στην πρόταση) και θα έγραφα γενικοφαγικά (και εφόσον επιτρέπεται βέβαια εννοιολογικά):

Τον Μεσαίωνα, οι μάγοι πρόσθεσαν στο ρεπερτόριό τους την τέχνη να κατασκευάζουν χρησμοδοτικά ομοιώματα.

Χωρίς τις γενικές, το ρεπερτόριο μοιάζει να κάθεται καλύτερα... :)
 
Top