Από το Λεξισκόπιο:
| Ενικός | Πληθυντικός
Α | διάρκεσα & διήρκεσα λόγ. | διαρκέσαμε
Β | διάρκεσες & διήρκεσες λόγ. | διαρκέσατε
Γ | διάρκεσε & διήρκεσε λόγ. | διάρκεσαν & διήρκεσαν λόγ. & διαρκέσανε προφ.
Πώς δικαιολογείται να βλέπουμε στο Διαδίκτυο περισσότερα *διήρκησε από διήρκεσε;
Α | διάρκεσα & διήρκεσα λόγ. | διαρκέσαμε
Β | διάρκεσες & διήρκεσες λόγ. | διαρκέσατε
Γ | διάρκεσε & διήρκεσε λόγ. | διάρκεσαν & διήρκεσαν λόγ. & διαρκέσανε προφ.
Πώς δικαιολογείται να βλέπουμε στο Διαδίκτυο περισσότερα *διήρκησε από διήρκεσε;