Ας ρίξω κι εγώ μερικές ιδέες, μέχρι να εμφανιστούν οι ειδικοί:
1. Από το
τσάκα τσούκα, με σημασία "ενοχλητικός θόρυβος", αν συνδεθεί είτε με τη μικρή επαναλαμβανόμενη κίνηση μηχανήματος (οπότε δικαιολογείται η σημασιακή τροπή σε "λίγο λίγο") είτε με τον κλασικό μουντζούρη (που εύκολα συνδέεται με το "αργά, σιγά σιγά"). Παρότι το /a/ είναι κατά κανόνα κυρίαρχο φώνημα, η απομάκρυνση από αυτό (προς όφελος του /u/) ίσως να μπορεί να δικαιολογηθεί από το ότι το /a/ δίνει λέξεις με την αντίθετη σημασία "γρήγορα" (
τσακ,
τσακ τσακ,
τσάκα τσάκα).
2. Προέλευση από το
τσουκ τσουκ (τσουκ). Υποθέτω πρόκειται για ημοχημιμητική λέξη, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. :) Το slang.gr λέει ότι
τσουκ τσουκ σημαίνει "λίγο λίγο, κομμάτι κομμάτι, αργά" αλλά αυτός ο ορισμός δεν με βρίσκει σύμφωνο — εγώ τη λέξη τη συναντώ και τη χρησιμοποιώ με την αντίθετη σημασία, δηλαδή "γρήγορα και χωρίς να δίνεται στόχος, πριν το πάρει κανείς άλλος είδηση". Και οι ομιλητές ακούω να το εκφέρουν με γρήγορο ρυθμό, συχνά και με μια εναρμονισμένη κίνηση του χεριού. Οπότε εγώ δεν θα έλεγα ότι το
τσουκ τσουκ τσουκ είναι συνώνυμο του
τσούκου τσούκου. Ωστόσο το "χωρίς να γίνουμε αντιληπτοί" τής σημασίας του ίσως να οδήγησε στον σχηματισμό τής μορφής
τσούκου τσούκου, όπου η ανάπτυξη εκφραστικού διπλασιασμού τού /u/ και η πιο αργοπρόφερτη εκφορά να τονίζει τη νέα σημασία "σιγά σιγά".
3. Από το
κούτσα κούτσα που λέει ο Νίκελ => με αντιμετάθεση (πρβλ.
φούχτα ->
χούφτα):
τσούκα τσούκα, που βλέπω κάποιοι να το χρησιμοποιούν έτσι => με εξακολουθητική αφομοίωση:
τσούκου τσούκου.
4. Ένας από τους παραπάνω μηχανισμούς, αλλά με την επίδραση και κάποιου από τους υπόλοιπους.
Να προσθέσω εδώ και το (άσχετο
) ρωσικό
чуть-чуть (προφ.
τσουτ τσουτ) "πολύ λίγο, ελάχιστο".