Καλησπέρα.
Διάβαζα το
Mabinogion (στη μετάφραση της
Charlotte Guest στην έκδοση του 1849 που φιλοξενεί το project gutenburg
εδώ) και, στην πρώτη ιστορία, που λέγεται "The Lady of the Fountain", βρήκα αυτό το απόσπασμα:
King Arthur was at Caerlleon upon Usk; and one day he sat in his chamber; and with him were Owain the son of Urien, and Kynon the son of Clydno, and Kai the son of Kyner; and Gwenhwyvar and her handmaidens at needlework by the window.
And if it should be said that there was a porter at Arthur’s palace, there was none. Glewlwyd Gavaelvawr was there, acting as
porter, to welcome guests and strangers, and to receive them with honour, and to inform them of the manners and customs of the Court; and to direct those who came to the Hall or to the presence-chamber, and those who came to take up their lodging.
Εδώ, βέβαια, δεν πρόκειται για τον κυριούλη με τη λιβρέα και το μπαστούνι που αναγγέλλει τους καλεσμένους -με τον επίσημο τίτλο τους- καθώς μπαίνουνε στην αίθουσα. Και υποθέτω ότι δεν υπήρχε καν τέτοιος ρόλος στα πρώιμα μεσαιωνικά χρόνια που γράφτηκαν τα κείμενα που συνέθεσαν αργότερα το Mabinogion, (τα χειρόγραφα White Book of Rhydderch (c. 1375) και Red Book of Hergest (c. 1400) και άλλες πηγές), πόσο μάλλον στα προμεσαιωνικά χρόνια στα οποία αναφέρονται οι ιστορίες. (Earion; Ρογήρε; Feel free to correct me :) )
Ο φίλος μας ο Glewlwyd, λοιπόν, είναι πορτιέρης (ναι, ξέρω, χάνει όλη την αρθουριανή γκλαμουριά και θυμίζει κλαμπ παραλιακής, οπότε ας τον πούμε θυροφύλακα), αλλά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις έχει αυτό το καθήκον, αφού έχει και 7 άντρες στην υπηρεσία του, όλοι άξια παλικάρια και φρουροί του Αρθούρου
porter 2
n. Chiefly British
One in charge of a gate or door.
[Middle English, from Old French portier, from Late Latin portarius, from Latin porta, gate.]
Αλλά ας μην ξεχνάμε και το άλλο porter:
por·ter 1 (pôrtr, pr-)
n.
1. A person employed to carry burdens, especially an attendant who carries travelers' baggage at a hotel or transportation station.
2. A railroad employee who waits on passengers in a sleeping car or parlor car.
3. A maintenance worker for a building or institution.
που το βγαίνει από το
[Old French porteour, from medieval Latin portator, from Latin portare, to carry]
και απ' όπου βγήκε και η μπύρα porter
A dark beer resembling light stout, made from malt browned or charred by drying at a high temperature.
[Short for porter's ale.]