«Και για πες μας, εσύ που λες πως τα κατέχεις και τα γράφεις και στα ιντερνέτια, το θηλυκό του “πάτρωνας” ποιο είναι;» ρώτησε ο φίλος, με ύφος ανάλογα πειραχτικό με τον αριθμό των άδειων μπουκαλιών μπύρας που ήταν παραταγμένα στο τραπέζι. «Μπας κι είναι *μήτρωνας;»
Βάλαμε όλοι τα γέλια, παραδέχτηκα ότι δεν ήξερα την απάντηση, προβληματιστήκαμε για λίγο με τις θηλυκές εκδοχές του προστάτη (προστάτρια, προστάτιδα, προστάτισσα προτείνουν ΛΚΝ και ΛΝΕΓ, ακόμη και λόγιο προστάτις προτείνει το ΛΚΝ) και ποτίσαμε δεόντως την ήττα μου, αλλάζοντας κουβέντα.
Και φυσικά, η πρώτη δουλειά γυρνώντας σπίτι το επόμενο πρωί ήταν να ανοίξω τα λεξικά. Και να βρω θέμα για να γράψω. Στο ιντερνέτι.
Πρώτα πρώτα, υπάρχει διαφορά στην προτεινόμενη ορθογραφία. Το ΛΚΝ απλοποιεί και γράφει με όμικρον:
Εμφανώς διαφορετικά χειρίζεται την έννοια το ΛΝΕΓ (που χρησιμοποιεί τη γραφή με ωμέγα):
Βάλαμε όλοι τα γέλια, παραδέχτηκα ότι δεν ήξερα την απάντηση, προβληματιστήκαμε για λίγο με τις θηλυκές εκδοχές του προστάτη (προστάτρια, προστάτιδα, προστάτισσα προτείνουν ΛΚΝ και ΛΝΕΓ, ακόμη και λόγιο προστάτις προτείνει το ΛΚΝ) και ποτίσαμε δεόντως την ήττα μου, αλλάζοντας κουβέντα.
Και φυσικά, η πρώτη δουλειά
Πρώτα πρώτα, υπάρχει διαφορά στην προτεινόμενη ορθογραφία. Το ΛΚΝ απλοποιεί και γράφει με όμικρον:
πάτρονας, ο [pátronas] Ο5 : 1. αυτός που πατρονάρει, που κατευθύνει και προστατεύει ή προωθεί κπ. ή κτ. (συχνά με αδιαφανή τρόπο και με ιδιοτελείς σκοπούς): Οι πάτρονες του συνδικαλιστικού / του φοιτητικού / του εργατικού κινήματος. 2. (ιστ.) στην αρχαία Ρώμη, ο πολίτης που προστάτευε πρώην δούλο του και τον εκπροσωπούσε στις υποχρεώσεις του απέναντι στην πολιτεία.
[λόγ. < ελνστ. πάτρων, αιτ. -ωνα `προστάτης΄ < λατ. patronus (ορθογρ. απλοπ.)]
πατρονία, η [patronía] Ο25 : (κοινων.) καταχρηστική παροχή καθοδήγησης και προστασίας.
[λόγ. πάτρον(ας) -ία μτφρδ. γαλλ. patronage]
Επίσης, όπως φαίνεται από τα παραδείγματα που επιλέγει, αλλά περισσότερο στο λήμμα για την πατρονία, το ΛΚΝ δεν δείχνει να συγκινείται ιδιαίτερα από τις θετικές αποχρώσεις της λέξης.[λόγ. < ελνστ. πάτρων, αιτ. -ωνα `προστάτης΄ < λατ. patronus (ορθογρ. απλοπ.)]
πατρονία, η [patronía] Ο25 : (κοινων.) καταχρηστική παροχή καθοδήγησης και προστασίας.
[λόγ. πάτρον(ας) -ία μτφρδ. γαλλ. patronage]
Εμφανώς διαφορετικά χειρίζεται την έννοια το ΛΝΕΓ (που χρησιμοποιεί τη γραφή με ωμέγα):
πάτρωνας, (ο) {πατρώνων} 1. ΙΣΤ (στην αρχαία Ρώμη) υψηλά ιστάμενο πρόσωπο, συνήθ. πατρίκιος, που προστάτευε (νομικά ή κυρ. οικονομικά) άτομο κατώτερης κοινωνικής τάξης, απελεύθερο κ.λπ. (πβ. λ. πελάτης) 2. Πρόσωπο που έχει υπό την προστασία του άλλο πρόσωπο (ή ομάδα), παρέχοντας νομική και οικονομική κάλυψη 3. (ειδικότ.-κακόσ.) πρόσωπο που δεν εμφανίζεται συχνά στο προσκήνιο, ωστόσο καθοδηγεί και ελέγχει τη δράση άλλων: οι ~ τής πολιτικής | των κομμάτων ΣΥΝ. προστάτης. Επίσης (αρχαιοπρ.) πάτρων [μτγν.] {πάτρωνος}.
[ΕΤΥΜ. < μτγν. πάτρων, -ωνος < λατ. patronus «προστάτης» (< pater «πατέρας»). Στην αρχ. Ρώμη ο patronus ήταν ο προστάτης απελεύθερου δούλου και τον εκπροσωπούσε στα δικαστήρια και στη σύγκλητο ως συνήγορος].
πατρωνία, (η) [μτγν.] {πατρωνιών} 1. η ιδιότητα και το έργο τού πάτρωνα, κυρ. η παροχή προστασίας 2. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. (α) το καταχρηστικό δικαίωμα προσώπου ή κόμματος με εξουσία να ευνοεί πρόσωπα χρήσιμα ή αρεστά σε αυτό ΣΥΝ. ευνοιοκρατία, ρουσφετολογία, φαβοριτισμός (β) εξουσιαστική σχέση που συνίσταται στην παροχή κυρ. πολιτικής προστασίας με αντάλλαγμα την παροχή υπηρεσιών, εξυπηρετήσεων κ.λπ. εκ μέρους τού προστατευομένου προς τον προστάτη του.
Λοιπόν; Τι λέτε; Πώς θα τους πούμε τους πάτρο(ω)νες με τα φουστάνια;[ΕΤΥΜ. < μτγν. πάτρων, -ωνος < λατ. patronus «προστάτης» (< pater «πατέρας»). Στην αρχ. Ρώμη ο patronus ήταν ο προστάτης απελεύθερου δούλου και τον εκπροσωπούσε στα δικαστήρια και στη σύγκλητο ως συνήγορος].
πατρωνία, (η) [μτγν.] {πατρωνιών} 1. η ιδιότητα και το έργο τού πάτρωνα, κυρ. η παροχή προστασίας 2. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. (α) το καταχρηστικό δικαίωμα προσώπου ή κόμματος με εξουσία να ευνοεί πρόσωπα χρήσιμα ή αρεστά σε αυτό ΣΥΝ. ευνοιοκρατία, ρουσφετολογία, φαβοριτισμός (β) εξουσιαστική σχέση που συνίσταται στην παροχή κυρ. πολιτικής προστασίας με αντάλλαγμα την παροχή υπηρεσιών, εξυπηρετήσεων κ.λπ. εκ μέρους τού προστατευομένου προς τον προστάτη του.