Καλημέρα. Αν και μπορώ να καταλάβω τις αντιρρήσεις σας, ο
Κονδυλάκης δεν είχε πρόβλημα να χρησιμοποιήσει τον όρο
δικαστική μονομαχία.
Η ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ
Εφ' όσον η μονομαχία παρ' ημίν περιωρίζετο εις ανταλλαγήν σφαιρών χωρίς αποτέλεσμα και σπαθισμούς οίτινες μόνον τον αέρα κατέκοπτον, η κατακραυγή εναντίον «του βαρβάρου εθίμου» μας εφαίνετο περιττός θόρυβος. Η μονομαχία έτεινε να φονεύση εαυτήν διά του γελοίου και το μόνον θύμα της θα ήτο η σοβαρότης αυτής. Η μονομαχία ως διεξήγετο εδώ μέχρι τούδε, εκτός σπανίων τινών εξαιρέσεων, ήτο ψυχαγωγία μάλλον και θα ήτο αδίκημα να στερήση τις μιας ψυχαγωγίας οιασδήποτε τόπον, ο όποιος δεν αφθονεί από διασκεδάσεις. Η δε ελληνική μονομαχία δεν ήτο κοινή τις παιδιά, αλλ' αι φρικιάσεις του δέους, το ριγηλόν αίσθημα της πτέρυγος του θανάτου, της οποίας ηκούετο μόνον το αβλαβές πλατάγημα, απετέλουν εντονωτάτην ηδονικήν συγκίνησιν, ανάλογον με εκείνην ην προ καιρού επενόησαν Άγγλοι τινές εκκεντρικοί. Ούτοι εδοκίμαζον τον διά της αγχόνης θάνατον μέχρι τοιούτου σημείου μόνον, ώστε να δύναται κατόπιν να διηγηθώσι τας εντυπώσεις των.
Αλλά τα τραγικά αποτελέσματα αλλεπαλλήλων μονομαχιών ήρχισαν να μεταβάλωσιν επί το σκυθρωπότερον την φαιδράν όψιν της ελληνικής μονομαχίας και συγχρόνως τας ιδέας εκείνων οίτινες μέχρι τούδε μόνον ευθύμους σκέψεις ήντλουν από «το πεδίον της τιμής». Κατά σύμπτωσιν δε και εκ Γερμανίας έρχονται αιτιάσεις κατά του φραγκικού εθίμου, το οποίον και εις τας χώρας όπου ανεπτύχθη και έφθασεν εις περιωπήν θεσμού, ήρχισε προ πολλού ν' αποβαίνη ανυπόφορον.
Δεν θα ήτο επομένως άκαιρον να γνωρίσωμεν πόθεν μας ήλθε και ποίας περιπετείας διήλθε διά των αιώνων το έθιμον τούτο. Η μονομαχία κατ' αρχάς, εις τον απώτατον μεσαίωνα, παρουσιάζεται υπό μορφήν νομιμωτάτην, ως μέσον δικαστικής αποδείξεως, ως υστάτη διαιτησία. Ελλείψει αποχρωσών αποδείξεων, απεφάσιζε περί της διαφοράς μονομαχία μεταξύ των διαδίκων. Το μέσον τούτο εφηρμόζετο και εις τας ποινικάς δίκας, πολλάκις δε είχε παράδοξα αποτελέσματα, όπως κατά το 1022, ότε ο νικητής έγινε κύριος των κτημάτων, της συζύγου και του υιού του ηττηθέντος.
Έπειτα από του 16ου αιώνος η μονομαχία περιωρίσθη μόνον εις υπεράσπισιν της ιπποτικής τιμής• ενώ δε έως τότε οι μονομάχοι συνεκρούοντο έφιπποι και σιδηρόφρακτοι, ως όργανα έχοντες λόγχας και κοντάρια και ρόπαλα, έκτοτε εμονομάχουν πεζοί και χωρίς αμυντικόν οπλισμόν, μόνον διά του ξίφους.
Αλλά ταχέως έφθασαν εις τοιαύτην κατάχρησιν και τόσον αίμα εχύνετο διά μηδαμινάς αφορμάς, ώστε εδέησε να ληφθώσι δρακόντια μέτρα κατά των μονομαχούντων, σύνοδοι τους ανεθεμάτισαν και βασιλικά θεσπίσματα τους κατεδίκαζον εις θάνατον. Διά των μέτρων δε τούτων τωόντι περιεστάλη η μονομαχία• αλλά κατά τον 18ον αιώνα τόσον πάλιν εγενικεύθη, ώστε και δύο κυρίαι εμονομάχησαν διά δούκα Ρισελιέ. Η Γαλλική επανάστασις κατεδίκασε την μονομαχίαν, δεν ηδυνήθη όμως και να την εξαλείψη
Οι Άγγλοι, πρακτικοί όπως και σήμερον, μετεχειρίζοντο εις τας δικαστικάς μονομαχίας αντικαταστάτας, μονομάχους ειδικούς, ούτω δε και την ζωήν των εξησφάλιζον και περισσότερον εξηρτάτο από αυτούς η επιτυχία.
Εκ των ανωτέρω φαίνεται ότι η μονομαχία, καθιερούσα κατ' αρχάς το δίκαιον της κτηνώδους βίας, εξήρθη κατόπιν εις διαιτησίαν των ζητημάτων της τιμής. Αλλά και πάλιν δεν έχασε τον βάρβαρον και άδικον χαρακτήρα της. Αι ικανοποιήσεις της και εις την τραγικότητα των είνε κωμικαί και πολύ παιδαριώδης η βασιζομένη εις αυτάς τιμή.
Οι παραδεχθέντες το έθιμον της δικαστικής μονομαχίας είχον τουλάχιστον την δικαιολογίαν ότι απέδιδον εις αυτήν οίαν και εις τον όρκον ιεράν σημασίαν, πιστεύοντες ότι η θεία δικαιοσύνη διηύθυνε την πάλην και ενίσχυε τον βραχίονα του έχοντος υπέρ αυτού το δίκαιον. Σήμερον όμως δεν πιστεύομεν να έχη κανείς εκ των μονομαχούντων τοιαύτας αφελείς πεποιθήσεις, ενώ έχουν την ουχ ήττον αφελή ιδέαν ότι η μονομαχία εξαλείφει προσβολάς, τας οποίας δεν δύνανται να εξαλείψουν τα δικαστήρια.
Αλλ' ενώ οι Ευρωπαίοι έχουν τουλάχιστον εθνικάς παραδόσεις, παρ' ημίν ποίος λόγος δύναται να δικαιολογήση τοιούτο μωρόν και άγριον έθιμον; Εγώ τουλάχιστον θεωρώ ως κάλλιον αντιλαμβανόμενον το ζήτημα της τιμής και ως λογικώτερον εκείνον όστις καταφεύγει εις τα δικαστήρια από εκείνον όστις ζητών αμφίβολον ικανοποίησιν από την μονομαχίαν ευρίσκει πολλάκις νέαν προσβολήν. Διότι δεν μου φαίνεται πολύ λογικόν να θεωρήται προσβολή έν ράπισμα διδόμενον καθ' οδόν και να μη θεωρήται αδίκημα μία πιστολιά διδομένη επί του πεδίου της μονομαχίας.
(Νοέμβριος 1896).