Ας αρχίσουμε με τα θεωρητικά πρώτα:
Το κόστος, στην οικονομία, δεν αναφέρεται αναγκαστικά στην τιμή. Πχ το
πραγματικό κόστος, σε μια οικονομική θεωρία περιορισμένων παραγωγικών συντελεστών, είναι είναι η θυσία των άλλων αγαθών που θα μπορούσαν να παραχθούν στη θέση ενός αγαθού. Αυτό λέγεται και κόστος ευκαιρίας, ή εναλλακτικό κόστος, και έχει εφαρμογή και στην κατανάλωση, όπου αντί για περιορισμένους παραγωγικούς συντελεστές, μιλάμε για περιορισμένο εισόδημα). Το κόστος ευκαιρίας μιας βραδιάς στο σινεμά δεν είναι η τιμή του εισιτηρίου, αλλά η απώλεια της ευκαιρίας να κάνει κάτι άλλο με τα ίδια λεφτά και στον ίδιο χρόνο.
Πρακτικά τώρα:
Έπρεπε, καλώς ή κακώς, να βρεθεί ένας όρος που να μπορεί να σταθεί στη φράση "ο διαγωνισμός κατακυρώθηκε όχι στην πιο οικονομική προσφορά, αλλά σε αυτήν με την καλύτερη σχέση κόστους-αποτελέσματος" (η προσφορά που επιλέξαμε ήταν, μεν, πιο ακριβή, αλλά τα αποτελέσματα -και μην τα βλέπεις μόνο ως άμεσα ανταλλάγματα, πχ αγαθά ή υπηρεσίες, αλλά και γενικότερα οφέλη, πχ. μακροπρόθεσμη αύξηση της παραγωγής σε κόντεξτ επενδύσεων, ή τα γενικότερα οφέλη σε κοινωνικο επιπεδο- συγκριτικά ήταν καλύτερα).
Το cost-effective είναι σαν το
value-for-money (σχέση ποιότητας/τιμής):
Utility derived from every purchase or every sum of money spent. VFM
is based not only on the minimum purchase price (economy) but also on the maximum efficiency and effectiveness of the purchase.
Δεν θα έπρεπε κι εδώ να πούμε ότι, αφού οικονομικός σημαίνει με τα λιγότερα λεφτά να αποκτώ τα περισσσότερα και ποιοτικότερα (μεγιστοποιώ τη χρησιμότητα των πόρων μου, ως ορθολογικός καταναλωτής
), θα το αποδίδαμε "οικονομικός";
Καλώς ή κακώς, οι οικονομοφρίκουλες έχουν βγάλει αυτούς τους όρους και κάπως πρέπει να τους αποδώσουμε. Και επειδή αυτοί, τουλάχιστον, βρίσκουνε διαφορά, πρέπει να την αποδώσουμε κι εμείς.