ταιρτίπια
κόνξες, κόλπα, σκέρτσα, καπρίτσια, τσιριμόνιες, πείσματα και λοιπά ναζιάρικα τεχνάσματα που κάνει το ταίρι κάποιου [λεξ. διασταύρωση ταίρι + τερτίπι]
ταιρατάκι
ο ερωτικός σύντροφος που κάνει υπερβολικά πολλά ταιρτίπια (βλ.λ.) και τρελαίνει τον ή τη συντροφό του [λεξ. διασταύρωση ταίρι + τερατάκι (στην οικ. σημασία)]
ταιρηδόνα
πάθηση που προσβάλλει κάποιον όταν ηδονίζεται υπερβολικά με το ταίρι του· να σημειωθεί ότι κάνει κουφάλες [λεξ. διασταύρωση ταίρι + ηδονή με κατάλ. -όνα κατά το τερηδόνα]
ταιρμίτης
αυτός που κατατρώγει το ταίρι του εσωτερικά, όπως οι τερμίτες το ξύλο [λεξ. διασταύρωση ταίρι + τερμίτης]
ταιρματοφύλακας
αυτός που φυλά το ταίρι του σαν τα μάτια του (καλό είναι ωστόσο να αποφεύγει τις αποτυχημένες εξόδους, για να μη φάει γκολ και βγάλει τα δικά του τα ματάκια)
κόνξες, κόλπα, σκέρτσα, καπρίτσια, τσιριμόνιες, πείσματα και λοιπά ναζιάρικα τεχνάσματα που κάνει το ταίρι κάποιου [λεξ. διασταύρωση ταίρι + τερτίπι]
ταιρατάκι
ο ερωτικός σύντροφος που κάνει υπερβολικά πολλά ταιρτίπια (βλ.λ.) και τρελαίνει τον ή τη συντροφό του [λεξ. διασταύρωση ταίρι + τερατάκι (στην οικ. σημασία)]
ταιρηδόνα
πάθηση που προσβάλλει κάποιον όταν ηδονίζεται υπερβολικά με το ταίρι του· να σημειωθεί ότι κάνει κουφάλες [λεξ. διασταύρωση ταίρι + ηδονή με κατάλ. -όνα κατά το τερηδόνα]
ταιρμίτης
αυτός που κατατρώγει το ταίρι του εσωτερικά, όπως οι τερμίτες το ξύλο [λεξ. διασταύρωση ταίρι + τερμίτης]
ταιρματοφύλακας
αυτός που φυλά το ταίρι του σαν τα μάτια του (καλό είναι ωστόσο να αποφεύγει τις αποτυχημένες εξόδους, για να μη φάει γκολ και βγάλει τα δικά του τα ματάκια)