Η γλώσσα, οι λέξεις, οι διατυπώσεις, είναι σαν τον ελέφαντα στην ιστορία με τους τυφλούς. Άλλη είναι η αίσθηση που έχει ο καθένας μας και άλλες οι ανάγκες του κάθε κειμένου. Οπότε, αν αποφεύγουμε το αφοριστικό ύφος και αντ’ αυτού καταθέτουμε τις απόψεις μας με ένα «νομίζω» ή οτιδήποτε άλλο αποτυπώνει την ελάχιστη βεβαιότητα που πρέπει πάντα να μας συνοδεύει στα ζητήματα της γλώσσας, θα προκαλούμε λιγότερο και τις εξίσου σεβαστές ευαισθησίες των συνομιλητών μας. Η γλώσσα είναι επικοινωνία. Αν δεν γεφυρώνει, μάλλον δεν τη χρησιμοποιούμε σωστά.
Τι νομίζω τώρα εγώ για αυτό το θέμα (αλλά όλα είναι μέρος του προσωπικού μου φίλτρου πρόσληψης). Οι Αγγλοσάξονες λένε: He’s white-collar. Δηλαδή: είναι χαρτογιακάς (λέξη που είδαμε ότι έχει χάσει την αντιστοιχία της, αν την είχε ποτέ — στα λεξικά βλέπουμε ότι περιγράφει τον «δημόσιο υπάλληλο που δουλεύει σε γραφείο» κατά ΛΝΕΓ, τον γραφειοκράτη κατά ΛΚΝ), κάνει δουλειά γραφείου, κάτι τέτοιο. Δεν έχει δηλαδή ούτε στα αγγλικά, από τους ορισμούς που διαβάσαμε, τη στενότερη σημασία του υψηλόβαθμου στελέχους που έχει στο white-collar crime.
Οπωσδήποτε δεν θα πούμε: αυτός είναι λευκό περιλαίμιο, είναι λευκό κολάρο, είναι άσπρο κολάρο, είναι άσπρη ρόμπα, δηλαδή δεν θα τον ταυτίσουμε με το αντικείμενο. Θέλω να πω: τα εγκλήματα δεν τα κάνει το περιλαίμιο ή το κολάρο ή ο γιακάς ή η ρόμπα. Τα κάνουν οι άνθρωποι με τα καλοσιδερωμένα πουκάμισα και τις γραβάτες. Έχει άλλη γλωσσική ακρίβεια ο χαρτογιακάς και ο γραβατωμένος, καταλαβαίνουμε ότι αναφερόμαστε σε άνθρωπο και όχι σε αντικείμενο. Έτσι (για μένα πάντα), τα «εγκλήματα του λευκού περιλαιμίου» θυμίζουν μυθιστόρημα της Άγκαθα Κρίστι.
Επίσης είναι αστείο όταν αντιδρούμε σε μια λέξη ελληνικότατη και διαφανέστατη όπως το περιλαίμιο. Όμως έτσι είναι. Δεν λέμε λαιμοδέτης, λέμε γραβάτα. Και γενικότερα, είναι ατέλειωτος ο κατάλογος με τα καθημερινά αντικείμενα για τα οποία χρησιμοποιούμε τις ξενόφερτες λέξεις και όχι τις ελληνικές που προτάθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς. Θυμίζουν τελωνείο (δεν μπορώ ακόμα να ξεχάσω την έκπληξη όταν στα κιτάπια του πατέρα μου είδα τη λέξη «πλαγγόνα» και μου είπε ότι είναι η κούκλα), θυμίζουν στρατό, ιατροδικαστική έκθεση, νομικά κείμενα.
Όπα, εδώ ήρθαμε. Κάποιοι προφανώς μετέφρασαν κατά λέξη για να μη χρωματίσουν. Τα εγκλήματα των γραβατωμένων, εκτός από το πρόβλημα του ρέτζιστερ, δεν λέει και για ποιους γραβατωμένους πρόκειται ούτε για ποια εγκλήματα. Εδώ είναι εγκλήματα διαφθοράς σε υψηλά κλιμάκια. Οπότε, αντί να δώσουν μια ερμηνευτική απόδοση που θα τη διατύπωνε διαφορετικά ο καθένας, καταφύγανε στη σαχλή κατά λέξη μετάφραση, όπως έχει γίνει εκατοντάδες φορές. Και έρχεται ο άλλος και το επαναλαμβάνει για τη σιγουριά που του δίνει το ότι υπάρχει και έτσι το λένε και είναι ακριβές αντίστοιχο και είναι και λόγιο άρα μακριά από μας.
Οπότε: αν το κείμενο είναι του είδους που απαιτεί να θυμίζει τον αγγλικό όρο και δεν θέλει το προσωπικό ύφος του μεταφραστή, κινούμαστε ανάμεσα σε «άσπρο κολάρο» και «λευκό περιλαίμιο», μέσα σε εισαγωγικά για να αποστασιοποιηθούμε ακόμα περισσότερο. Αν θέλουμε να βάλουμε προσωπική άποψη, μιλάμε για εγκλήματα των γραβατωμένων και ατσαλάκωτων υψηλόβαθμων στελεχών ή... να μη σας στερήσω την πρωτοβουλία. Αν θέλουμε να αποδώσουμε ερμηνευτικά, μιλάμε για εγκλήματα διαφθοράς ή οικονομικά εγκλήματα ή ό,τι άλλο θα αποσαφηνίσει στο βαθμό που απαιτεί το κοινό του γραφτού μας. Δηλαδή, όλοι δίκιο έχετε. (Εκτός από όσους ανεβάζετε τους τόνους. Φαντάζεστε να γράφαμε όλοι με ανεβασμένους τους τόνους; Το πολύ τρία μηνύματα θα χωρούσαν σε κάθε σελίδα...)