metafrasi banner

gargoyle

nickel

Administrator
Staff member
Μια ωραία αναζήτηση ξεκίνησε ο Σαραντάκος στο μπλογκ του για έναν τρόπο να πούμε στα ελληνικά τις τερατόμορφες υδρορρόες κτιρίων της Δύσης. Αντιγράφω το σχετικό απόσπασμα:

Το τρίτο που με απασχολεί είναι πώς θα πούμε στα ελληνικά εκείνα τα συμπαθέστατα τερατάκια που στολίζουν τους γαλλικούς καθεδρικούς ναούς. Στα γαλλικά τα λένε gargouille κι εγώ τα έλεγα “τα γκαργκούγια”. Ήρθαν πρόσφατα στην επικαιρότητα επειδή, λέει, στον καθεδρικό της Λιόν ένας πετροπελεκητής έφτιαξε ένα τέτοιο… γκαργκούγι με τη φάτσα του μουσουλμάνου κολλητού του — και κάποιοι το θεώρησαν ιεροσυλία ίσως διότι το τέρας έπρεπε να είναι χριστιανικό. Στον ελληνικό ειδησεογραφικό ιστότοπο που μετέδωσε την είδηση, προφανώς από τα αγγλικά, έγραψαν: «ένα “γκάργκόιλ” – δηλαδή υδρορροή σε σχήμα τέρατος». Κατά σύμπτωση, το καλοκαίρι που ξαναδιάβασα τους Ανθρώπους του Βάρναλη, πρόσεξα ότι ο Βάρναλης τα λέει, στον πληθυντικό, «γκαργκούγιες» (στο φιλολογικό πορτρέτο του Χρηστομάνου, που ήταν καμπούρης και κακάσχημος: λέει ότι έμοιαζε με τις γκαργκούγιες των γαλλικών ναών). Δηλαδή, κατά Βάρναλην είναι η γκαργκούγια - οι γκαργκούγιες, ενώ εγώ τα έλεγα το γκαργκούγι - τα γκαργκούγια. (Ακόμα καλύτερο βέβαια μου φαίνεται: το γκαργκούλι - τα γκαργκούλια).

Λοιπόν, πώς να το πούμε το τερατίδιον; Υδρορρόη σκέτη δεν κάνει, θαρρώ. Τερατόμορφη υδρορρόη είναι ορισμός, δεν είναι απόδοση. Γκαργκούγια, γκαργκούγι ή γκαργκούλι ή έχετε καμιάν άλλη ιδέα;


Από τις προτάσεις που έχουν πέσει ως τώρα:

το γαργαρίδι, τα γαργαρίδια (λόγω της σύνδεσης του gargouille με το gargouiller «γαργαρίζω»)
η γκάργκολα
το γαργόλι
(Ενδιαφέρουσα και η πληροφορία: Στις μεγάλες εκκλησίες της Ηπείρου, κοντά στη στέγη, συνήθιζαν να σκαλίζουν κάτι κακότεχνες μικρές φάτσες δαιμόνων, αποτροπαϊκά ανάγλυφα, όχι ολόγλυφα όπως στους γοτθικούς ναούς. Οι ντόπιοι τεχνίτες τα ονόμαζαν «τζουτζέδες».)

και άλλες που μπορείτε να δείτε εκεί.

Πρόσθεσα ένα σύντομο δικό μου:
Υπάρχει και το σύνδρομο της Χούρλερ* (Hurler syndrome), που το λένε και gargoylism επειδή σου κάνει ένα κεφάλι σαν του γκαργκολιού. Ο Πάπυρος το δίνει γκαργκοϋλισμός, άλλες πηγές το εξευγενίζουν σε γαργοϋλισμό. Όπως και να ‘ναι, καλύτερα να απλοποιηθεί σε -ϊλισμό (π.χ. γκαργκοϊλισμός), μην μπερδεύεται με τη συζήτηση για το ΚΚΕ.

Σε παρόμοιες ηχομιμητικές λέξεις υπάρχει, εκτός από τον γούργουρα, και ο γούργουλας, που διατηρεί το -λ- από το γκαργκόιλ, αλλά μια κοντινή εξελληνισμένη μεταγραφή σαν το γκαργκόλι θα μου έκανε για το τερατάκι, αν σκεφτούμε ότι στο νου μας το έχουμε περισσότερο σαν τερατάκι και λιγότερο σαν υδρορρόη.


* Σύνδρομο της Χούρλερ, γιατί η παιδίατρος που το περιέγραψε ήταν η Γερτρούδη Χούρλερ.​

Ενδιαφέρον έχει το ετυμολογικό σχόλιο στη Wikipedia:

The term originates from the French gargouille, originally "throat" or "gullet"; cf. Latin gurgulio, gula, gargula ("gullet" or "throat") and similar words derived from the root gar, "to swallow", which represented the gurgling sound of water (e.g., Spanish garganta, "throat"; Spanish gárgola, "gargoyle"). It is also connected to the French verb gargariser, which means "to gargle."[3] The Italian word for gargoyle is doccione o gronda sporgente, an architecturally precise phrase which means "protruding gutter." The German word for gargoyle is Wasserspeier, which means "water spitter." The Dutch word for gargoyle is waterspuwer, which means "water spitter" or "water vomiter." A building that has gargoyles on it is "gargoyled."

 

Earion

Moderator
Staff member
Αντιγράφω την απάντηση που έστειλα στο ιστιολόγιο του Σαραντάκου:

Ο Δημήτρης (47) θυμήθηκε τη λέξη “γκούργκουλας” για το λάρυγγα, που ο Nickel (53) την ξέρει ως “γούργουλας”.

Αν χρειάζεται βιβλιογραφική παραπομπή, να την συνεισφέρω από το βιβλίο του Γιάννη Μπασλή. Το γλωσσικό ιδίωμα του Ολύμπου. Τόμ. 1: Το ιδιωματικό λεξιλόγιο, ερμηνευτικό-ετυμολογικό λεξικό. Αθήνα: Εκδόσεις Έναστρον, 2010, σ. 82:

γκούργκουλας, ο, ουσ.: το λαρύγγι, ο λαιμός, ο λαιμός ενός δοχείου (βλάχ. gargalan «λάρυγγας», αλβ. gurgule «θόρυβος»)

γκουργκουλιάζομαι (γκουργκουλίαζουμι): πνίγομαι από το βήχα​
παράδειγμα χρήσης : «ένας κόμπος του ανέβηκε στο γκούργκουλα».

Αφού υπάρχει ετυμολογική συγγένεια γκαργκόιλ και γκούργκουλα, προτείνω την απόδοση:

γκουργκούλια

(που κάνει ρίμα με τα μπουρμπούλια, θορυβώδη τερατάκια κι αυτά, άλλου είδους)

……………………………………….

Εντελώς άσχετο, αλλά δεν μπορώ να συγκρατηθώ:
Από την ίδια σελίδα του ίδιου βιβλίου:
γκουσγκούνης, ο, ουσ.: αυτός που έχει προσβληθεί από την πανούκλα αλλά έχει ζήσει και έχει αποκτήσει ανοσία …
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Χμ, σήμερα σκεφτόμουν να προτείνω τα γαργαρόλια (είχα ξεχάσει αυτό το νήμα).
 

Earion

Moderator
Staff member
Εμείς προτείνουμε ωραίες ελληνικές αποδόσεις, αλλά κανείς δεν μας προσέχει 😢



 
Top