Οι μέρες θέλουν δροσερά νήματα, ανάλαφρα και απροβλημάτιστα. Εγώ για ελαφράδα ξεκίνησα να διαβάζω στα ελληνικά το βιβλίο του Σατομπριάν που τσίμπησα προ ημερών από το Βήμα. Το ταξίδι σε μια Ελλάδα αλλοτινή. Με πολύ καλή μετάφραση του Αντρέα Καραντώνη, της πρώτης γαλλικής έκδοσης, του 1806. Αν έχετε την περιέργεια, το βιβλίο υπάρχει στα βιβλία του Google, και στο γαλλικό πρωτότυπο (διάφορες εκδόσεις) και σε αγγλική μετάφρασή του.
Από τις πρώτες κιόλας σελίδες ένιωθα ότι ο Σατωβριάνδος θα βάλει σε δοκιμασία το νευρικό μου σύστημα. Έχω που έχω πρόβλημα με τη μνήμη μου και ξέρω ότι στο Μοναστηράκι θα πιάνει λιγότερο από τα 512 του παλιού υπολογιστή, αλλά ο άνθρωπος είναι κινητή εγκυκλοπαίδεια και αφόρητος φιγουρατζής, και, αν είσαι έστω και λίγο φιλοπερίεργος, καλύτερα να διαβάζεις το βιβλίο του αγκαλιά με το Γκουγκλ.
Ιδού η πρώτη παράγραφος όπου στάθηκα περισσότερο. Σας δίνει μια ιδέα (ρίχνω αποκάτω το πρωτότυπο).
Είχα τον καιρό να ξαναζωντανέψω στη σκέψη μου όλες αυτές τις μνήμες βλέποντας τ’ ακρογιάλια της Κέρκυρας, που μπροστά τους είχε ακινητήσει μια βαθιά γαλήνη. Ο αναγνώστης επιθυμεί ίσως ένα αγέρι ευνοϊκό που θα με πήγαινε ολόισια στην Ελλάδα κι έτσι θα γλίτωνε απ' όλες αυτές τις παρεκβάσεις. Αυτό ακριβώς έγινε στις επτά το πρωί. Βορειοδυτική αύρα σηκώθηκε και βάλαμε πλώρη για την Κεφαλονιά. Στις οχτώ είχαμε αριστερά μας τη Λευκάδα (σήμερα λέγεται Αγία Μαύρα), που μπερδευόταν μ’ ένα ψηλό ακρωτήρι της Ιθάκης και με τις χαμηλές πλαγιές της Κεφαλονιάς. Από την πατρίδα του Οδυσσέα δε βλέπει πια κανείς μήτε το δάσος του βουνού Νήριτο ούτε τις δεκατρείς μηλιές του Λαέρτη: χάθηκαν, σαν τις δύο μηλιές που ο Ερρίκος Δ΄ όρισε για συγκέντρωση του στρατού του όταν πολέμησε στο Ιβρύ. Χαιρέτησα από μακριά την καλύβα του Εύμαιου, καθώς και τον τάφο του πιστού σκύλου. Ένας μόνο σκύλος είναι γνωστός για την αχαριστία του: τον λέγαν Μαθ κι ο κύριος του ήταν ένας βασιλιάς της Αγγλίας από τον Οίκο του Λάνκαστερ. Η ιστορία κατέγραψε τ’ όνομα αυτού του αχάριστου σκύλου όπως θα συγκρατούσε τ’ όνομα ενός ανθρώπου που θα παρέμενε πιστός στις δυστυχίες.
J’avais le temps de repasser dans mon esprit tous ces souvenirs à la vue des rivages de Corfou, devant lesquels nous étions arrêtés par un calme profond. Le lecteur désire peut-être qu’un bon vent me porte en Grèce et le débarrasse de mes digressions: c’est ce qui arriva le 7 au matin. La brise du nord-ouest se leva, et nous mîmes le cap sur Céphalonie. Le 8, nous avions à notre gauche Leucate, aujourd’hui Sainte-Maure, qui se confondait avec un haut promontoire de l’île d’Ithaque et les terres basses de Céphalonie. On ne voit plus dans la patrie d’Ulysse ni la forêt du mont Nérée, ni les treize poiriers de Laërte : ceux-ci ont disparu, ainsi que ces deux poiriers plus vénérables encore, que Henri IV donna pour ralliement à son armée, lorsqu’il combattit à Ivry. Je saluai de loin la chaumière d’Eumée et le tombeau du chien fidèle. On ne cite qu’un seul chien célèbre par son ingratitude : il s’appelait Math, et son maître était, je crois, un roi d’Angleterre de la maison de Lancastre. L’histoire s’est plu à retenir le nom de ce chien ingrat comme elle conserve le nom d’un homme resté fidèle au malheur.
J’avais le temps de repasser dans mon esprit tous ces souvenirs à la vue des rivages de Corfou, devant lesquels nous étions arrêtés par un calme profond. Le lecteur désire peut-être qu’un bon vent me porte en Grèce et le débarrasse de mes digressions: c’est ce qui arriva le 7 au matin. La brise du nord-ouest se leva, et nous mîmes le cap sur Céphalonie. Le 8, nous avions à notre gauche Leucate, aujourd’hui Sainte-Maure, qui se confondait avec un haut promontoire de l’île d’Ithaque et les terres basses de Céphalonie. On ne voit plus dans la patrie d’Ulysse ni la forêt du mont Nérée, ni les treize poiriers de Laërte : ceux-ci ont disparu, ainsi que ces deux poiriers plus vénérables encore, que Henri IV donna pour ralliement à son armée, lorsqu’il combattit à Ivry. Je saluai de loin la chaumière d’Eumée et le tombeau du chien fidèle. On ne cite qu’un seul chien célèbre par son ingratitude : il s’appelait Math, et son maître était, je crois, un roi d’Angleterre de la maison de Lancastre. L’histoire s’est plu à retenir le nom de ce chien ingrat comme elle conserve le nom d’un homme resté fidèle au malheur.
Κόλλησα στο όνομα του αχάριστου σκύλου και βάλθηκα να τον βρω στο Γκουγκλ. Ευτυχώς, πολύ γρήγορα αναδύθηκε η παρακάτω πληροφορία, από παρουσίαση της αγγλικής μετάφρασης του βιβλίου στο The New Monthly Magazine του 1835:
The first thing that strikes us is, the vast body of information which this traveller brought with him, not in his portmanteau, but in his head. The only books he tells us with which he was provided were Racine, Tasso, Virgil, and Homer, which latter he had interleaved, for the purpose of writing observations. We are led to infer, therefore, that all his remarks are from memory on the spot. On one occasion, he corrects himself by a note for some error in the text, attributing it to defect of memory, and not having at the time Herodotus in his pocket. We are thus made to suppose that all his observations were the spontaneous results of the recollections of his former studies, and if so, we must say he carried about with him, like Julius Scaliger, in the crown of his hat, a mass of ancient and modem knowledge of which no man but himself was ever the bearer. Among the instances of his recondite recollection is a curious fact of English history; the fancied tomb of Eumaeus and his faithful dog brings to his mind one ungrateful dog recorded in history:—“He was called Math, and belonged, if I recollect rightly, to one of the kings of England, of the House of Lancaster.” We confess ourselves sacked even in our own annals by the tenacious Viscount. Math is not at present within the compass of our memory, though we do not deny his possible existence.
Φαίνεται ότι τελικά, ακόμα κι αν κατέγραψε η ιστορία το όνομα του αχάριστου σκύλου, μόνο ο Σατομπριάν είχε μείνει να τον θυμάται. Τώρα, ούτε στο Γκουγκλ…
Στην επόμενη παράγραφο, άλλη έκπληξη:
Εξάλλου η Ζάκυνθος είναι σήμερα ξακουστή για τις πετρελαιοπηγές της, όπως ήταν και στον καιρό του Ηρόδοτου… (Au reste, Zante est célèbre aujourd'hui par ses sources d'huile de pétrole, comme elle l'était du temps d'Hérodote; et ses raisins rivalisent avec ceux de Corinthe.)
Έχουμε πετρέλαιο στη Ζάκυνθο από τα χρόνια του Ηρόδοτου και καθόμαστε με σταυρωμένα χέρια; Ναι, λέει ο Ηρόδοτος (4.195.5):
Εἴη δ' ἂν πᾶν, ὅκου καὶ ἐν Ζακύνθῳ ἐκ λίμνης καὶ ὕδατος πίσσαν ἀναφερομένην αὐτὸς ἐγὼ ὥρων. Εἰσὶ μὲν καὶ πλέονες αἱ λίμναι αὐτόθι, ἡ δ' ὦν μεγίστη αὐτέων ἑβδομήκοντα ποδῶν πάντῃ, βάθος δὲ διόργυιός ἐστι· ἐς ταύτην κοντὸν κατιεῖσι ἐπ' ἄκρῳ μυρσίνην προσδήσαντες, καὶ ἔπειτα ἀναφέρουσι τῇ μυρσίνῃ πίσσαν, ὀδμὴν μὲν ἔχουσαν ἀσφάλτου, τὰ δ' ἄλλα τῆς Πιερικῆς πίσσης ἀμείνω.
But all things are possible; for I myself saw pitch drawn from the water of a pool in Zacynthus The pools there are numerous; the greatest of them is seventy feet long and broad, and twelve feet deep. Into this they drop a pole with a myrtle branch fastened to its end, and bring up pitch on the myrtle, smelling like asphalt, and for the rest better than the pitch of Pieria.
But all things are possible; for I myself saw pitch drawn from the water of a pool in Zacynthus The pools there are numerous; the greatest of them is seventy feet long and broad, and twelve feet deep. Into this they drop a pole with a myrtle branch fastened to its end, and bring up pitch on the myrtle, smelling like asphalt, and for the rest better than the pitch of Pieria.
Φαίνεται ότι κακώς με εξέπληξε η πληροφορία διότι ο ορυκτός πλούτος είναι εκεί και μας περιμένει, αλλά οι κυβερνήσεις το κρύβουν και δεν κάνουν τίποτα για να τον εκμεταλλευτούν. Διάβασα ότι ο Σωτήρης Σοφιανόπουλος είχε κάνει, στα χρόνια της χούντας, «διανοίξεις πετρελαιοπηγών στην Ζάκυνθο όπου και κατασκεύασε ένα μικρό διυλιστήριο δοκιμαστικής παραγωγής το οποίο παρήγαγε άριστης ποιότητος πετρελαιοειδή με ελάχιστα ποσοστά θείου, ενώ είχε εκπονηθεί σχεδιασμός κατασκευής μεγάλου διυλιστηρίου στην Ζάκυνθο». Ήρθαν όμως μετά οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης και του σφράγισαν τις πηγές.
Ο Σωτήρης Σοφιανόπουλος ήταν διευθύνων σύμβουλος της ΧΡΩΠΕΙ (ΧΡΩΜΑΤΟΥΡΓΕΙΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ), από τους τελευταίους ιδιοκτήτες της εταιρείας πριν κλείσει, και τον θυμάμαι από τα νιάτα του (και τα δικά μου) που κυκλοφορούσε στα ράλι με το ψευδώνυμο ΕΙΠΩΡΧ. Απ’ ό,τι βλέπω, τώρα κάνει διαδρομές σε ακροδεξιά κανάλια και μιλάει για διάφορες εφευρέσεις του που έμειναν ανεκμετάλλευτες από το ελληνικό κράτος.
Είναι καλό πράγμα που από τον Σατωβριάνδο βρέθηκα να θυμάμαι τον ΕΙΠΩΡΧ; Ή μήπως είναι καλύτερα να αναρωτηθώ γιατί είναι σημαντικό που χάθηκαν οι δύο μηλιές που ο Ερρίκος Δ΄ όρισε για συγκέντρωση του στρατού του όταν πολέμησε στο Ιβρύ;