metafrasi banner

Φορμάικα και αντικολλητά

nickel

Administrator
Staff member
Επεισόδιο 2ο της 4ης χρονιάς του Γραφείου κηδειών Φίσερ (Six Feet Under). Η μαμά Φίσερ είναι στην κουζίνα μαζί με τον δεύτερο σύζυγο, τον οποίο πρόσφατα παντρεύτηκε, και τον εκκεντρικό και ανέραστο βοηθό των γιων της, τον Άρθουρ. Τρώνε σε ένα τραπέζι αντίκα που μόλις αντικατέστησε το απλό από φορμάικα τραπέζι της κουζίνας. Ο Άρθουρ, που διατηρεί ταριχευμένο τον νοσηρό έρωτά του για τη μαμά Φίσερ, θέλει να κάνει φιγούρα με τις γνώσεις του:
“I really like this table of yours, George. Although l must admit, l kind of miss the old Formica one… Being a geologist, you'll know it was developed as an electrical insulator, created as a replacement for mica, a silicate mineral. Hence the word for-mica.”
Ο Τζορτζ, που είναι καθηγητής γεωλογίας, τσατίζεται, μάλλον λιγότερο που ο Άρθουρ θέλει να κάνει φιγούρα στη Ρουθ του και περισσότερο που δεν αναγνωρίζουν οι άλλοι την ποιοτική ανωτερότητα του τραπεζιού του σε σχέση με την κοινή φορμάικα, και βάζει τον Άρθουρ στη θέση του:
“Actually, that's not true. Mica, whether biotite or muscovite, is a silicate mineral, that's true. But Formica is a plastic laminate, developed for kitchen furnishings in the 1920s. The one has nothing whatsoever to do with the other.”
Ο κακόμοιρος ο Άρθουρ καταφέρνει απλώς να ψελλίσει “I stand corrected then”, αλλά αργότερα, στο δωμάτιό του, παρέα με το λεξικό του, θα ανακαλύψει ότι αυτός είχε δίκιο και καλά τα θυμόταν.

Μέρος της ιστορίας υπάρχει και στο ΕΛΝΕΓ:
φορμάικα «είδος συνθετικού υλικού»
< αγγλ. Formica, εμπορικό σήμα για το υλικό που εφεύραν το 1913 οι Αμερικανοί Daniel J. O'Connor (sic) και Herbert A. Faber, οι οποίοι κατόπιν ίδρυσαν εταιρεία με την ίδια επωνυμία. Επειδή το υλικό προοριζόταν αρχικώς για ηλεκτρική μόνωση, το ονόμασαν for mica «αντί μαρμαρυγία».*

mica = ο μαρμαρυγίας, κν. η μίκα​

Αν θέλετε λεπτομέρειες, τα παρακάτω είναι από τη σχετική σελίδα της εταιρείας Formica:
At the dawn of the 20th century, a spirit of innovation was in the air and a myriad of technologies appeared to fulfill new aspirations and emerging needs. Powerful new electrical equipment needed a tough, lightweight material for insulation. Thus, in 1913, Formica Corporation was born.
Daniel J. O'Conor was a young engineer with an idea: take fabric, coat it with resin as it winds on a spindle, then slit the roll of fabric lengthwise, press flat and cure. The result: a laminated material that was strong, light and an excellent electrical insulator.
A research engineer at Westinghouse, O'Conor shared his discovery with Herbert A Faber, a Westinghouse sales manager trained as an engineer who quickly saw the industrial potential of O'Conor's new material.
O'Conor filed for a patent in February of 1913 — and was rewarded with one dollar, the amount Westinghouse paid for rights to employee inventions. Within weeks, O'Conor and Faber quit Westinghouse to start their own business, enlisting lawyer and banker John G. Tomlin as an investor. Tomlin put up $7,500 and became a silent partner in the fledgling business.
If O'Conor conceived the product, Faber devised the name "Formica" — referring to the insulating properties of the new material, which acted as a substitute "for mica," a mineral often used for electrical insulation. The company began operations on May 2,1913, filling an order for V-rings from Chalmers Motor Company. By September, Formica Products Company, as it was known, had 18 employees hard pressed to meet the demand for electric motor parts by Bell Electric Motor, Ideal Electric and Northwest Electric.
Faber and O'Conor renamed their company The Formica Insulation Company in its first year. As president and treasurer, Faber ran the business side. O'Conor, as vice president and secretary, handled the technical and manufacturing end, as well as sales. It was a partnership that would endure for decades.

http://www.formica.com/forhome/Default.aspx#/en/PAG_OURLEGACY_HISTORY

Πρέπει να πούμε ότι ο τύπος της φορμάικας που ξέρουμε, με τα διάφορα χρώματα και σχήματα, που χρησιμοποιείται σαν επιφάνεια σε τραπέζια κ.λπ., ανακαλύφθηκε το 1927. Επίσης, formica στα λατινικά είναι το μυρμήγκι. Είναι περίεργο που στα ελληνικά το προϊόν διατήρησε τη σωστή αμερικάνικη προφορά και δεν έγινε *φορμίκα.

Ο Πάπυρος αρχίζει ως εξής την περιγραφή της φορμάικας:

εμπορική ονομασία σκληρού και λείου υλικού επιφανείας, που χρησιμοποιείται στην κατασκευή διαφόρων αντικολλητών πλαστικών προϊόντων, ιδίως πινάκων τραπεζιών και άλλων επίπλων, όπως και διακοσμητικών τοιχωμάτων και άλλων κατασκευών.
(Το αγγλικό της Britannica: trademark for hard, smooth, surface material used to make various laminated plastic products, especially tabletops and other furniture and wallboards and other constructions.)

Και μια και είδα το αντικολλητό να προσθέσω εδώ:

plywood = αντικολλητό, κν. κόντρα-πλακέ, κοντραπλακέ
particleboard = μοριοσανίδα, κν. νοβοπάν
fiberboard = ινοσανίδα, κν. MDF (Medium-Density Fiberboard)
glue-laminated timber (glulam ή gluelam) = επικολλητό, επικολλητή ξυλεία (ή συγκολλητή, αν θέλετε να πάτε με τα νερά του Αμβρόσιου)

Αξίζει, αν σας ενδιαφέρει η σχετική ορολογία, να διαβάσετε τη μελέτη του Ι. Α. Μπαρμπούτη με τίτλο «Τυποποίηση ελληνικής ορολογίας για σύνθετα προϊόντα ξύλου» (συνημμένη και εδώ).
 

Attachments

  • Wood-based panels.pdf
    219.5 KB · Views: 193

SBE

¥
Νομίζω ότι ο λόγος που επικράτησε η «ορθή» ονομασία στα ελληνικά είναι γιατί η εταιρία στις ετικέτες έγραφε το όνομα με ελληνικούς χαρακτήρες, ώστε να μπορεί να το διαβάσει ο καθένας. Θυμάμαι αμυδρά κάτι ΦΟΡΜΑΪΚΑ.

Μια ακόμα απόδειξη της ανάγκης ελληνογράφησης των πάντων.
 

Earion

Moderator
Staff member
Για τον ίδιο λόγο, αν και χωρίς να το θέλει, διαβάστηκε η Τογιότα στην αρχή αρχή, όταν πρωτόρθε, Τουότα.
 

Elsa

¥
Πολύ ενδιαφέρον Νικ!
Διάβασα το πιντιέφ και νομίζω οτι η πρόταση που κάνει για χρήση των λέξεων ινοπλάκα και μοριοπλάκα έχει μεγάλη πλάκα, με την λογική οτι το β΄συνθετικό σανίδα υπονοεί αντικείμενο μικρού πλάτους, δεν έχει μεγάλες ελπίδες γιατί υπάρχουν από χρόνια στην αγορά υλικά μεγάλου πλάτους, όπως οι γυψοσανίδες και οι τσιμεντοσανίδες, που έχουν πλέον καθιερωθεί.
Αλήθεια, γιατί άραγε προτείνει τον τόνο στο -πλάκα; Δεν θα ήταν πιο λογικό να τονίζεται στο πρώτο συνθετικό; Κάποιες εταιρείες π.χ. αναφέρουν τις γυψοσανίδες και ως γυψόπλακες.

Δεν είδα να γίνεται κάπου διαχωρισμός του MDF από το HDF στην ελληνική απόδοση. Στην σχολή μας μαθαίνανε ότι η μοριοσανίδα είναι LDF (low-density fiberboard) και πάντα απορούσα γιατί μόριο- αφού είναι ροκανίδι, ενώ το MDF το λέγαμε ινοσανίδα μέσης πυκνότητας και το HDF ινοσανίδα υψηλής πυκνότητας.

Επίσης, την επικολλητή ξυλεία, τη λέγανε σύνθετη ξυλεία και δεν έχει σχέση με τα προηγούμενα υλικά, χρησιμοποιείται για κατασκευή δοκών μεγάλου μήκους και αντοχής.
 

nickel

Administrator
Staff member
Επίσης, την επικολλητή ξυλεία, τη λέγανε σύνθετη ξυλεία και δεν έχει σχέση με τα προηγούμενα υλικά, χρησιμοποιείται για κατασκευή δοκών μεγάλου μήκους και αντοχής.
Αυτό το στοιχείο το πρόσθεσα μετά από «καβγά» που έριξα με τον Αμβρόσιο αλλού, όπου ως συνήθως συμφωνήσαμε ότι θα διαφωνούμε. Η δική μου τεκμηρίωση έλεγε ότι «Glued laminated timber = σύνθετη ξυλεία ή συγκολλητή ξυλεία ή επικολλητή ξυλεία» και πρότεινε να τη λέμε «επικολλητή» στο εξής.

Η άλλη μελέτη που παρέθεσα ήταν δόλωμα για να δω ποιος θα ενδιαφερθεί και θα του ζητήσω να ρίξει μια ματιά ας πούμε εδώ για να μαζέψουμε και άλλη καλή ορολογία για τα ξύλα. :)
 
Top