Μια και το designate δεν έχει καθόλου μέσα την έννοια του αλκοόλ και της νηφαλιότητας, αλλά σημαίνει επιλέγω, ορίζω, καθορίζω, διορίζω, χαρακτηρίζω και δώσ' του να 'χει, δεν μπορούμε να έχουμε μια ανάλογη "ουδέτερη" έννοια και στα ελληνικά; Π.χ. το "νηφάλιος οδηγός" εμένα μού λέει ότι είναι ο οποιοσδήποτε οδηγός που δεν έχει πιει, χωρίς απαραίτητα να έχει κι άλλα άτομα στο αυτοκίνητο. Ο "οδηγός της παρέας" είναι ίσως πιο κοντά σ' αυτό που έχω στο μυαλό μου.
Το εντεταλμένος μ' αρέσει περισσότερο απ' όλα.
Καλά λες. Αυτός είναι ένας οδηγός επιφορτισμένος... με τι; Άλλωστε, το επιφορτισμένος δεν χρησιμοποιείται μόνο του ως προσδιορισμός. Συνήθως λέμε (κλέβω από διαδίκτυο):Το "επιφορτισμένος οδηγός" μου βγαίνει αυθόρμητα αλλά νομίζω δεν στέκει συντακτικά.