sarant
¥
Αξίζει επίσης να διαβαστεί ένα κείμενο του φιλόλογου Γιάννη Μαργιούλα,
http://alfavita.gr/anakoinoseis/ank8529e.php
το οποίο αποκαλύπτει πως το κείμενο που δόθηκε ήταν χειρουργημένο, διότι
ο Σεφέρης δεν έγραφε για την παράδοση γενικώς, αλλά για τη λογοτεχνική παράδοση ειδικά.
Ένα απόσπασμα, αλλά διαβάστε το όλο:
Από την ανάγνωση των παραγράφων που προηγούνται και από τη φράση που (εσκεμμένα) παραλείφθηκε, εύκολα γίνεται αντιληπτό πως ο Σεφέρης δεν μιλά για την παράδοση γενικά και αόριστα. Μιλά για τη λογοτεχνική παράδοση.
Η επιτροπή των εξετάσεων, από ένα ευρύτερο κείμενο, από μια συλλογιστική πορεία που έχει άλλο θέμα και άλλη στόχευση, αποσπά δύο (μη συνεχόμενες) παραγράφους, παραλείπει φράσεις από τη μια και τις παρουσιάζει ως συνεκτικό λόγο, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για σπαράγματα που διαστρέφουν μάλιστα το ακριβές περιεχόμενο της βασικής έννοιας που πραγματεύεται ο ομιλητής. Όλη η λαθροχειρία γίνεται για να διασταλεί το περιεχόμενο του όρου παράδοση. Απομόνωσαν μόνο δύο παραγράφους, γιατί τόσες μπόρεσαν να βρουν που να ανταποκρίνονται στο σκοπό τους.
Θα μου πείτε : αυτά που ισχυρίζεται ο Σεφέρης για τη λογοτεχνία δεν εννοεί ότι ισχύουν και σε άλλους χώρους; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά : όχι. Το ζήτημα όμως είναι πως, όταν γίνεται λόγος για λογοτεχνική παράδοση, το μυαλό του καθενός πάει σε συγκεκριμένα πράγματα: κείμενα, λογοτέχνες, σχολές, ρεύματα κτλ. Οι έννοιες της συνέχειας και της ρήξης αποκτούν πιο απτό περιεχόμενο, έτσι που μπορεί (ο μυημένος τουλάχιστο) να τις σχολιάσει.
Όταν όμως αναφερόμαστε στην παράδοση γενικώς και αορίστως, πού πάει το μυαλό του καθενός; Παντού και πουθενά. Ένας τόσο ρευστός κι αμφιλεγόμενος όρος που μπορεί να συμπεριλάβει τα πιο αντιφατικά πράγματα (από το δημοτικό τραγούδι, το κοκορέτσι και το ψαλτήρι μέχρι την προίκα και την οπλοκατοχή), στη συνείδηση αυτού που καλείται να τον επεξεργαστεί, καταλήγει να μη σημαίνει τίποτα. Μη μπορώντας ο μαθητής (αλλά και ο καθένας) να στρέψει τη σκέψη του σε συγκεκριμένες καταστάσεις από τη ζωή και την κοινωνία, μπλοκαρισμένος από το «χαώδες» του θέματος, αδυνατεί να προχωρήσει σε συλλογισμούς με ουσιαστικό περιεχόμενο. Μόνη διέξοδος – για όσους έχουν γερό μνημονικό και είναι αρκούντως εξασκημένοι – η καταφυγή σε ετοιματζίδικα φληναφήματα. Η παραγωγή κειμένου γίνεται έτσι άσκηση να μιλάς χωρίς να λες τίποτε συγκεκριμένο, να αναφέρεσαι στην «παράδοση» ως έννοια όχι απλώς αφηρημένη, αλλά σχεδόν μεταφυσική. Καθώς μάλιστα επενδύεται με τις συναισθηματικές εκχυμώσεις των λόγων ενός μείζονος έλληνα ποιητή, δεν μπορεί παρά να είναι και έννοια «ιερή».
Να λοιπόν το ιδεολογικό πλαίσιο στο οποίο όφειλαν να κινηθούν υποχρεωτικά οι υποψήφιοι στην παραγωγή κειμένου: αερολογίες, μεγαλοστομία και ακατάσχετη κινδυνολογία για τον αφελληνισμό των πάντων και τη νεολαία που ξεστράτισε (σίγουρα, στις εξετάσεις θα έπαιρνε άριστα οποιοδήποτε απομαγνητοφωνημένο παραληρηματικό κήρυγμα του Άνθιμου Θεσσαλονίκης).
http://alfavita.gr/anakoinoseis/ank8529e.php
το οποίο αποκαλύπτει πως το κείμενο που δόθηκε ήταν χειρουργημένο, διότι
ο Σεφέρης δεν έγραφε για την παράδοση γενικώς, αλλά για τη λογοτεχνική παράδοση ειδικά.
Ένα απόσπασμα, αλλά διαβάστε το όλο:
Από την ανάγνωση των παραγράφων που προηγούνται και από τη φράση που (εσκεμμένα) παραλείφθηκε, εύκολα γίνεται αντιληπτό πως ο Σεφέρης δεν μιλά για την παράδοση γενικά και αόριστα. Μιλά για τη λογοτεχνική παράδοση.
Η επιτροπή των εξετάσεων, από ένα ευρύτερο κείμενο, από μια συλλογιστική πορεία που έχει άλλο θέμα και άλλη στόχευση, αποσπά δύο (μη συνεχόμενες) παραγράφους, παραλείπει φράσεις από τη μια και τις παρουσιάζει ως συνεκτικό λόγο, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για σπαράγματα που διαστρέφουν μάλιστα το ακριβές περιεχόμενο της βασικής έννοιας που πραγματεύεται ο ομιλητής. Όλη η λαθροχειρία γίνεται για να διασταλεί το περιεχόμενο του όρου παράδοση. Απομόνωσαν μόνο δύο παραγράφους, γιατί τόσες μπόρεσαν να βρουν που να ανταποκρίνονται στο σκοπό τους.
Θα μου πείτε : αυτά που ισχυρίζεται ο Σεφέρης για τη λογοτεχνία δεν εννοεί ότι ισχύουν και σε άλλους χώρους; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά : όχι. Το ζήτημα όμως είναι πως, όταν γίνεται λόγος για λογοτεχνική παράδοση, το μυαλό του καθενός πάει σε συγκεκριμένα πράγματα: κείμενα, λογοτέχνες, σχολές, ρεύματα κτλ. Οι έννοιες της συνέχειας και της ρήξης αποκτούν πιο απτό περιεχόμενο, έτσι που μπορεί (ο μυημένος τουλάχιστο) να τις σχολιάσει.
Όταν όμως αναφερόμαστε στην παράδοση γενικώς και αορίστως, πού πάει το μυαλό του καθενός; Παντού και πουθενά. Ένας τόσο ρευστός κι αμφιλεγόμενος όρος που μπορεί να συμπεριλάβει τα πιο αντιφατικά πράγματα (από το δημοτικό τραγούδι, το κοκορέτσι και το ψαλτήρι μέχρι την προίκα και την οπλοκατοχή), στη συνείδηση αυτού που καλείται να τον επεξεργαστεί, καταλήγει να μη σημαίνει τίποτα. Μη μπορώντας ο μαθητής (αλλά και ο καθένας) να στρέψει τη σκέψη του σε συγκεκριμένες καταστάσεις από τη ζωή και την κοινωνία, μπλοκαρισμένος από το «χαώδες» του θέματος, αδυνατεί να προχωρήσει σε συλλογισμούς με ουσιαστικό περιεχόμενο. Μόνη διέξοδος – για όσους έχουν γερό μνημονικό και είναι αρκούντως εξασκημένοι – η καταφυγή σε ετοιματζίδικα φληναφήματα. Η παραγωγή κειμένου γίνεται έτσι άσκηση να μιλάς χωρίς να λες τίποτε συγκεκριμένο, να αναφέρεσαι στην «παράδοση» ως έννοια όχι απλώς αφηρημένη, αλλά σχεδόν μεταφυσική. Καθώς μάλιστα επενδύεται με τις συναισθηματικές εκχυμώσεις των λόγων ενός μείζονος έλληνα ποιητή, δεν μπορεί παρά να είναι και έννοια «ιερή».
Να λοιπόν το ιδεολογικό πλαίσιο στο οποίο όφειλαν να κινηθούν υποχρεωτικά οι υποψήφιοι στην παραγωγή κειμένου: αερολογίες, μεγαλοστομία και ακατάσχετη κινδυνολογία για τον αφελληνισμό των πάντων και τη νεολαία που ξεστράτισε (σίγουρα, στις εξετάσεις θα έπαιρνε άριστα οποιοδήποτε απομαγνητοφωνημένο παραληρηματικό κήρυγμα του Άνθιμου Θεσσαλονίκης).