Ελληνογενής όρος (όχι αντιδάνειο). Πρώτα, ολόκληρο το λήμμα του OED:
Στο Ελληνοαγγλικό του Γεωργακά:
Παραδείγματα χρήσης από το διαδίκτυο:
Αυτή ήταν η αρχική σημασία της αρχαίας λέξης αποτρόπαιος και της μεταγενέστερης αποτροπιαστικός (δηλ. «που απομακρύνει το κακό ή τις συμφορές»), αλλά, αφού οι δικές μας άλλαξαν σημασία, χρησιμοποιούμε τον ελληνογενή όρο από την Αγγλία για τα φυλαχτά.
apotropaic, a. (ˌæpəʊtrəʊˈpeɪɪk)
[f. Gr. ἀποτρόπαιος averting evil (f. ἀποτρέπειν to turn away, avert) + -ic.]
Having or reputed to have the power of averting evil influence or ill luck. Hence apotroˈpaically adv.
1883 Encycl. Brit. XV. 570/1 The sacrifice of the ‘October horse’ in the Campus Martius‥had also a naturalistic and apotropaic character. 1904 W. M. Ramsay in Hastings Dict. Bible V. 115/1 The‥employment of a bull's head on‥sarcophagi‥evidently‥had at first an apotropaic purpose. 1918 L. Strachey Eminent Victorians 230 The same doctrine led him [sc. Gordon]‥to append, in brackets, the apotropaic initials D.V. after every statement in his letters implying futurity. 1945 Proc. Prehist. Soc. XI. 55 In the centre, an apotropaic ornament, a severed head between two volutes. 1956 W. H. Auden Old Man's Road, Apotropaically scowling, a tinker Shuffles past.
[f. Gr. ἀποτρόπαιος averting evil (f. ἀποτρέπειν to turn away, avert) + -ic.]
Having or reputed to have the power of averting evil influence or ill luck. Hence apotroˈpaically adv.
1883 Encycl. Brit. XV. 570/1 The sacrifice of the ‘October horse’ in the Campus Martius‥had also a naturalistic and apotropaic character. 1904 W. M. Ramsay in Hastings Dict. Bible V. 115/1 The‥employment of a bull's head on‥sarcophagi‥evidently‥had at first an apotropaic purpose. 1918 L. Strachey Eminent Victorians 230 The same doctrine led him [sc. Gordon]‥to append, in brackets, the apotropaic initials D.V. after every statement in his letters implying futurity. 1945 Proc. Prehist. Soc. XI. 55 In the centre, an apotropaic ornament, a severed head between two volutes. 1956 W. H. Auden Old Man's Road, Apotropaically scowling, a tinker Shuffles past.
Στο Ελληνοαγγλικό του Γεωργακά:
αποτροπαϊκός, -ή, -ό [apotropaikós] (L)
designed or believed to avert evil, apotropaic (syn αποτρεπτικός 2):
αποτροπαϊκό μάτι, συνήθειο | το παρόμοιο εκείνο σύμβολο έχει προστατευτικό χαρακτήρα, αποτροπαϊκό των κακών πνευμάτων (Karouzou)
[fr kath (neol) αποτροπαϊκός, der of αποτρόπαιος; cf Eng apotropaic]
designed or believed to avert evil, apotropaic (syn αποτρεπτικός 2):
αποτροπαϊκό μάτι, συνήθειο | το παρόμοιο εκείνο σύμβολο έχει προστατευτικό χαρακτήρα, αποτροπαϊκό των κακών πνευμάτων (Karouzou)
[fr kath (neol) αποτροπαϊκός, der of αποτρόπαιος; cf Eng apotropaic]
Παραδείγματα χρήσης από το διαδίκτυο:
- Το πρόσωπο της Γοργόνας Μέδουσας που η θωριά του πέτρωνε όποιον το αντίκριζε είναι ένα αρχαιότατο αποτροπαϊκό σύμβολο.
- Αποτροπαϊκά προσωπεία μπορούσε κανείς να δει στα τείχη των πόλεων, στη μία πλευρά νομισμάτων [...] στα φάλαρα των αλόγων, στις μετόπες ή τις προσόψεις ναών ή, ακόμη, στις περικνημίδες του Μεγάλου Αλεξάνδρου στο θέατρο σκιών. Το αποτροπαϊκό προσωπείο προστατεύει αυτόν που το φέρει [...]
- τα τυχερά δωρίζονται αυτές τις ημέρες, αλλάζουν χέρια, φοριούνται σαν φυλαχτά για να λειτουργήσει ο αποτροπαϊκός τους χαρακτήρας
Αυτή ήταν η αρχική σημασία της αρχαίας λέξης αποτρόπαιος και της μεταγενέστερης αποτροπιαστικός (δηλ. «που απομακρύνει το κακό ή τις συμφορές»), αλλά, αφού οι δικές μας άλλαξαν σημασία, χρησιμοποιούμε τον ελληνογενή όρο από την Αγγλία για τα φυλαχτά.