Ήθελα να το βάλω στο ελληνοαγγλικό φόρουμ, με τίτλο αρσενικό, για να έχει πολλές επισκέψεις από γυναικείο πληθυσμό, αλλά ο πονοκέφαλος είναι το αγγλικό και οι αποδόσεις του στα ελληνικά.
Για την προέλευση του αρσενικού, του χημικού στοιχείου, διαβάζω στο ΕΛΝΕΓ το πολύ ενδιαφέρον ότι η λέξη απαντά στον Αριστοτέλη και ότι πρόκειται για «σημιτικό δάνειο που παρασυνδέθηκε προς το επίθετο αρσενικός». Εντάξει, λύθηκε μια απορία.
Η κυριότερη απορία προέρχεται από τη φράση «αρσενικός χαλκός» που περιείχε άρθρο της Δομής. Αντίστοιχα ο Πάπυρος μιλά για «αρσενικώδη χαλκό». Στο διαδίκτυο βρίσκω και «αρσενικούχο χαλκό».
Για το arsenic acid το λεξικό της χημείας γράφει αρσενικικό οξύ. Το βρίσκω και στον Πάπυρο.
Εν ολίγοις, θέλω να πω ότι δεν μπορώ να φανταστώ να χρησιμοποιείται το αρσενικό της χημείας σαν επίθετο. Πρέπει να είναι, ανάλογα με την περίπτωση, αρσενικικό, αρσενικούχο, αρσενικώδες — άσχετο αν δεν ξέρω πια ποια είναι η διαφορά.
Για την προέλευση του αρσενικού, του χημικού στοιχείου, διαβάζω στο ΕΛΝΕΓ το πολύ ενδιαφέρον ότι η λέξη απαντά στον Αριστοτέλη και ότι πρόκειται για «σημιτικό δάνειο που παρασυνδέθηκε προς το επίθετο αρσενικός». Εντάξει, λύθηκε μια απορία.
Η κυριότερη απορία προέρχεται από τη φράση «αρσενικός χαλκός» που περιείχε άρθρο της Δομής. Αντίστοιχα ο Πάπυρος μιλά για «αρσενικώδη χαλκό». Στο διαδίκτυο βρίσκω και «αρσενικούχο χαλκό».
Για το arsenic acid το λεξικό της χημείας γράφει αρσενικικό οξύ. Το βρίσκω και στον Πάπυρο.
Εν ολίγοις, θέλω να πω ότι δεν μπορώ να φανταστώ να χρησιμοποιείται το αρσενικό της χημείας σαν επίθετο. Πρέπει να είναι, ανάλογα με την περίπτωση, αρσενικικό, αρσενικούχο, αρσενικώδες — άσχετο αν δεν ξέρω πια ποια είναι η διαφορά.