gild the lily
Fig. to add ornament or decoration to something that is pleasing in its original state; to attempt to improve something that is already fine the way it is. (Often refers to flattery or exaggeration.)
Your house has lovely brickwork. Don't paint it. That would be gilding the lily. | Oh, Sally. You're beautiful the way you are. You don't need makeup. You would be gilding the lily.
(McGraw-Hill Dictionary of American Idioms and Phrasal Verbs. © 2002 by The McGraw-Hill Companies, Inc.)
to spoil something by trying to improve or decorate it when it is already perfect
Usage notes: To gild something is to cover it with a thin layer of gold. A lily is a beautiful white flower. To gild a lily would not be necessary.
Should I add a scarf to this jacket or would it be gilding the lily?
Cambridge Idioms Dictionary, 2nd ed. Copyright © Cambridge University Press 2006.
Η έκφραση προέρχεται από μπέρδεμα που γίνεται πάνω σε κάποιους θαυμάσιους στίχους του Σέξπιρ, από τον Βασιλιά Ιωάννη (4:2), όπου λέει ο Σόλσμπερι:
Therefore, to be possess'd with double pomp,
To guard a title that was rich before,
To gild refined gold, to paint the lily,
To throw a perfume on the violet,
To smooth the ice, or add another hue
Unto the rainbow, or with taper-light
To seek the beauteous eye of heaven to garnish,
Is wasteful, and ridiculous excess.
Μεταφράζει ο Ρώτας:
Γι' αυτό να πιάνεσαι από τελετή διπλή,
να πλουμίζεις αξίωμα πλούσιο από πριν,
να χρυσώνεις χρυσάφι λαγαρό, να χρωματίζεις
κρίνο, να ρίχνεις άρωμα στο γιούλι, να λειαίνεις
τον πάγο, ή να προσθέτεις κι άλλη απόχρωση
στο ουράνιο τόξο, ή με κερί να θες να κάνεις
λαμπρότερο τ' ωραίο ουράνιο μάτι,
είναι σπατάλη και γελοία υπερβολή.
Μπορώ να φανταστώ να μεταφράζεται με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με την περίσταση. Αλλά γιατί να μην κλέψουμε τους Άγγλους (σαν να χρυσώνεις κρίνο) ή τον ίδιο τον Σέξπιρ (σαν να χρωματίζεις κρίνο);
Στα λεξικά υπάρχει το «παραστολίζω». Αλλού ταιριάζει το τελευταίο από τον Ρώτα: Θα ήταν «γελοία υπερβολή».
Fig. to add ornament or decoration to something that is pleasing in its original state; to attempt to improve something that is already fine the way it is. (Often refers to flattery or exaggeration.)
Your house has lovely brickwork. Don't paint it. That would be gilding the lily. | Oh, Sally. You're beautiful the way you are. You don't need makeup. You would be gilding the lily.
(McGraw-Hill Dictionary of American Idioms and Phrasal Verbs. © 2002 by The McGraw-Hill Companies, Inc.)
to spoil something by trying to improve or decorate it when it is already perfect
Usage notes: To gild something is to cover it with a thin layer of gold. A lily is a beautiful white flower. To gild a lily would not be necessary.
Should I add a scarf to this jacket or would it be gilding the lily?
Cambridge Idioms Dictionary, 2nd ed. Copyright © Cambridge University Press 2006.
Η έκφραση προέρχεται από μπέρδεμα που γίνεται πάνω σε κάποιους θαυμάσιους στίχους του Σέξπιρ, από τον Βασιλιά Ιωάννη (4:2), όπου λέει ο Σόλσμπερι:
Therefore, to be possess'd with double pomp,
To guard a title that was rich before,
To gild refined gold, to paint the lily,
To throw a perfume on the violet,
To smooth the ice, or add another hue
Unto the rainbow, or with taper-light
To seek the beauteous eye of heaven to garnish,
Is wasteful, and ridiculous excess.
Μεταφράζει ο Ρώτας:
Γι' αυτό να πιάνεσαι από τελετή διπλή,
να πλουμίζεις αξίωμα πλούσιο από πριν,
να χρυσώνεις χρυσάφι λαγαρό, να χρωματίζεις
κρίνο, να ρίχνεις άρωμα στο γιούλι, να λειαίνεις
τον πάγο, ή να προσθέτεις κι άλλη απόχρωση
στο ουράνιο τόξο, ή με κερί να θες να κάνεις
λαμπρότερο τ' ωραίο ουράνιο μάτι,
είναι σπατάλη και γελοία υπερβολή.
Μπορώ να φανταστώ να μεταφράζεται με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με την περίσταση. Αλλά γιατί να μην κλέψουμε τους Άγγλους (σαν να χρυσώνεις κρίνο) ή τον ίδιο τον Σέξπιρ (σαν να χρωματίζεις κρίνο);
Στα λεξικά υπάρχει το «παραστολίζω». Αλλού ταιριάζει το τελευταίο από τον Ρώτα: Θα ήταν «γελοία υπερβολή».