A sausage, usually pork and of a lower quality, with a tendency to split open with a "bang" during frying.
Η Αμάντα είναι Αμερικανίδα που πάει πρώτη φορά στο Λονδίνο με τις φίλες της. Έχω τον εξής διάλογο:
Η Αμάντα είναι Αμερικανίδα που πάει πρώτη φορά στο Λονδίνο με τις φίλες της. Έχω τον εξής διάλογο:
-A waiter has just come up to Amanda and asked her if she wanted bangers and mash. She followed him into the loo.
-Turns out it's just food.
Καμιά ιδέα για το banger που να δικαιολογεί την παρεξήγηση;-Turns out it's just food.