Προσωπικά πιστεύω πως αυτός που γράφει πολύ + [θηλυκό ουσιαστικό] σε μία συγκεκριμένη κατηγορία περιπτώσεων (θα εξηγήσω αμέσως παρακάτω το ποιες είναι αυτές) ακολουθεί μια λογική, έναν μηχανισμό (σαν κι αυτόν που περιγράφει η Δανάη στο #3) που καθιστά ορθότερη —ή τουλάχιστον εξίσου ορθή— τη γραφή πολύ (αντί πολλή): Πρόκειται για συγκεκριμένα ουσιαστικά τα οποία στο μυαλό τού ομιλητή περιγράφουν (μέσω συγκεκριμένων συμφράσεων) καταστάσεις ή τα οποία είναι σε ξεκάθαρα επιρρηματική χρήση. Αυτές οι λέξεις δεν έχουν στον λόγο την αμιγή λειτουργία τού ουσιαστικού, όπως π.χ.:
Φυλακή. «Έκανε πολλή φυλακή από μικρός» ή «Έκανε πολύ φυλακή από μικρός»; Τι πά' να πει εδώ το «πολλή φυλακή» — υπάρχει ποτέ περίπτωση να έχει νόημα μια τέτοια σύναψη; Το κάνω + φυλακή δεν σημαίνει ότι την κατασκευάζω τη φυλακή ή κάτι τέτοιο. Οπότε σωστό το «Έκανε πολύ φυλακή από μικρός».
Παρέα / Συντροφιά. «Κάνουμε πολλή παρέα» ή «Κάνουμε πολύ παρέα»; «Του κρατούσε πολλή συντροφιά» ή «Του κρατούσε πολύ συντροφιά»; Τι εννοεί εδώ ο ποιητής; Πώς μπορεί να είναι σωστό λ.χ. το «Κάνουμε πολύ παρέα», όταν λέμε «Κάνουμε καλή παρέα» (δηλ. σεβόμαστε το θηλυκό γένος σε άλλους επιθετικούς προσδιορισμούς); Εδώ βρίσκεται η διαφορά την οποία προσωπικά αντιλαμβάνομαι και προσπαθώ να σας εξηγήσω, πιθανόν δε ατυχέστατα λόγω του ότι δεν τα κατέχω τέλεια αυτά τα πράγματα. Στο «Κάνουμε καλή παρέα», το επίθετο προσδιορίζει το παρέα (δηλ. η παρέα που κάνουμε είναι καλή ποιοτικά). Στο «Κάνουμε πολύ παρέα», το επίθετο προσδιορίζει ολόκληρη τη σύναψη κάνω παρέα (δηλ. συναναστρεφόμαστε πολύ ο ένας τον άλλον). Επομένως «Κάνουμε πολύ παρέα» και «Του κρατούσε πολύ συντροφιά».
Ζέστη. «Πολλή ζέστη, βρε παιδάκι μου» ή «Πολύ ζέστη, βρε παιδάκι μου»; Εσείς θα πείτε ποτέ: «Η ζέστη που έχει σήμερα είναι πολλή»; Όχι, βέβαια! Θα πείτε ότι η ζέστη είναι ανυπόφορη ή οτιδήποτε άλλο χαρακτηρίζει τη ζέστη, σεβόμενοι το θηλυκό γένος τής λέξης, αλλά σε θέση κατηγορούμενου δεν θα βάζατε το πολλή. Αφού λοιπόν δεν γράφουμε ότι η ζέστη είναι πολλή, τότε πώς στο καλό δικαιολογείται το να γράφουμε ότι «κάνει πολλή ζέστη»; Και πάλι, εδώ το πολύ προσδιορίζει πακέτο τη σύμφραση έχει / κάνει ζέστη, με σκοπό να την επιτείνει συνολικά και να δηλώσει ότι το δηλούμενο ισχύει σε μεγάλο βαθμό, και δεν πηγαίνει συγκεκριμένα να πριοσδιορίσει το ποιόν αυτής τής ζέστης. Επίσης, κατ' αναλογία: «Κάνει λίγο ζέστη σήμερα» = Κάνει κάποια ζέστη, και το διαπιστώνουμε πιθανότατα με έκπληξη | «Κάνει λίγη ζέστη σήμερα» = Η ζέστη σήμερα είναι λίγη.
Κίνηση. «Έχει πολλή κίνηση» ή «Έχει πολύ κίνηση»; Κι εδώ έχω την αίσθηση ότι το έχει + κίνηση περιγράφει μια κατάσταση (δηλ. «οι δρόμοι είναι μπλοκαρισμένοι, έχει μποτιλιάρισμα, δεν κουνιέται τίποτα»), οπότε προτιμώ το «Έχει πολύ κίνηση», αφού ο ρόλος τού πολύ είναι να επιτείνει ολόκληρη τη φράση έχει κίνηση. Από την άλλη, όμως, είμαι υπέρ του «Βρήκα πολλή κίνηση», διότι έχω την αίσθηση ότι όντως εδώ το ζητούμενο είναι να προσδιοριστεί η ποσότητα της κίνησης στους δρόμους. Πάλι με το βρίσκω, αλλά στο αντίθετο, κάνω τον εξής λεπτό διαχωρισμό: «Βρήκα λίγο κίνηση» = Η κίνηση που συνάντησα ήταν κάπως μεγαλύτερη από αυτήν που περίμενα (επίρρημα, καθότι προσδιορίζεται ολόκληρη η σύμφραση βρίσκω κίνηση) | «Βρήκα λίγη κίνηση» = Η κίνηση που συνάντησα ήταν λίγη (επίθετο, καθότι προσδιορίζεται το ουσιαστικό κίνηση).
Δουλειά. Άφησα φυσικά για το τέλος το pièce de résistance, τη λέξη που μας δίνει τους περισσότερους σχετικούς πονοκεφάλους. «Έχω πολλή δουλειά» ή «Έχω πολύ δουλειά»; Όταν η δουλειά είναι όντως πολλή, τότε το να γράψουμε πολύ είναι λάθος: Η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη, Έχω πολλή και συνεχή δουλειά (ΛΚΝ). Και, όταν έχουμε πολλή δουλειά, είναι λογικότερο (σε ένα μετρήσιμο ουσιαστικό, όπως η δουλειά), να χρησιμοποιήσουμε τον πληθυντικό· λ.χ. Έχω πολλές δουλειές και δεν αδειάζω (ΛΚΝ). Αλλά το έχω δουλειά μπορεί κάλλιστα να είναι και μια σύμφραση με δικό της νόημα (όπως είδαμε και με άλλες λέξεις πιο πάνω), και συγκεκριμένα με τη σημασία «πνίγομαι στη δουλειά, δεν προλαβαίνω ούτε να ξυθώ», οπότε όταν θέλουμε να επιτείνουμε τη συγκεκριμένη σύμφραση συνολικά, τότε θα γράψουμε φυσικά πολύ: «Έχω πολύ δουλειά». Εδώ δεν αναφερόμαστε στη δουλειά μας κυριολεκτικά, αλλά στην κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε (δηλ. έχουν αρπάξει φωτιά τα μπατζάκια μας). Προς επίρρωσιν έρχεται και το ΛΚΝ:
πνίγω [pníγo] -ομαι [...] Πνίγομαι στη δουλειά, έχω πάρα πολύ δουλειά.
Και η σχετική αντιδιαστολή για την κατανόηση της λεπτής διάκρισης την οποία, εγώ τουλάχιστον, βλέπω: «Έχω πολλή δουλειά τώρα» = Πλέον η δουλειά που έχω είναι πολλή, περισσότερη από όση ήταν μέχρι πρότινος (αναφέρομαι κυριολεκτικά στη δουλειά που κάνω) | «Έχω πολύ δουλειά τώρα» = Πνίγομαι, δεν μπορώ ούτε να σου μιλήσω (αναφέρομαι στο ότι δεν αδειάζω ούτε δευτερόλεπτο, ασχέτως του αιτίου του πηξίματός μου). Γι' αυτό και κατ' αναλογία θα πούμε επίσης: «Έχω λίγο δουλειά τώρα, πάρε με πάλι σε μια ώρα».