Δεν σκοπεύω να ζητήσω την κατάργηση του «τυπικός». Δεν έχω κανένα πρόβλημα με το «τυπικό ολλανδικό ξενοδοχείο» ή το «τυπικό πασχαλινό έθιμο» αν και προτιμώ να πω «το έκανε με χαρακτηριστική ευκολία» παρά «με τυπική ευκολία» ή «είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα» αντί για «τυπικό δείγμα». Καταθέτω και τις σχετικές σημασίες των δύο γνωστών λεξικών (ΛΝΕΓ & ΛΚΝ) για να βρίσκονται. Το νήμα αποβλέπει κυρίως στο να μη γίνεται αυτόματη μετάφραση τού
typically σε
τυπικά (με την ευκαιρία, προσθέτω και το σχετικό πλαίσιο από το ΛΝΕΓ).
χαρακτηριστικός: αυτός που χαρακτηρίζει (κάποιον/κάτι), που αποτελεί διακριτικό του γνώρισμα: η φιλοξενία είναι χαρακτηριστικό στοιχείο τού ελληνικού λαού | είναι χαρακτηριστική περίπτωση θρησκόληπτου ανθρώπου | θα σας αναφέρω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα πολιτικής ευελιξίας. ΣΥΝ. αντιπροσωπευτικός, τυπικός.
[ΛΚΝ] 1. που χαρακτηρίζει κπ. ή κτ., που αποτελεί διακριτικό στοιχείο του: Η συμπεριφορά του ήταν χαρακτηριστική της νοοτροπίας του. Τα αντιμετωπίζει όλα με τη χαρακτηριστική αδιαφορία του. Xαρακτηριστικό παράδειγμα αυτοθυσίας είναι η Έξοδος του Mεσολογγίου, αντιπροσωπευτικό.
τυπικός: 2. (α) αυτός που είναι χαρακτηριστικός (κατάστασης, φαινομένου, συμπεριφοράς κ.ά.): η στάση της αποτελεί τυπική εκδήλωση αδιαφορίας | τυπικό παράδειγμα / τυπική περίπτωση δημοσιοϋπαλληλικής νοοτροπίας. (β) (ειδικότ.) αυτός που είναι χαρακτηριστικός συνόλου ή περιοχής: είναι τυπικός Άγγλος — πάντα ακριβής στα ραντεβού του | το σούβλισμα αρνιού είναι τυπικό πασχαλινό έθιμο.
[ΛΚΝ] β. που συγκεντρώνει τα κύρια χαρακτηριστικά της ομάδας ή της κατηγορίας στην οποία ανήκει• αντιπροσωπευτικός: O τάδε είναι τυπικός Γάλλος. H τυπική ελληνική οικογένεια είναι τετραμελής. Ένα τυπικό αστικό διαμέρισμα των τριών δωματίων. | Tυπική μορφή μιας αρρώστιας, χαρακτηριστική. ANT άτυπη. || κλασικός: Tυπική περίπτωση. Tυπικό παράδειγμα. | τυπικός όροφος, που τη διάταξη των χώρων του την έχουν και οι υπόλοιποι όροφοι. γ. συνηθισμένος, καθιερωμένος: O κυριακάτικος περίπατος είναι μια τυπική μορφή ψυχαγωγίας. Tο ψητό αρνί είναι το τυπικό πασχαλινό φαγητό. δ. τυποποιημένος, χωρίς πρωτοτυπία: Tυπικό χτένισμα / ντύσιμο, συντηρητικό. Mαγειρεύει όλο τα ίδια και τα ίδια, τα τυπικά φαγητά.
αντιπροσωπευτικός: αυτός που έχει την ικανότητα να αντιπροσωπεύσει, που μπορεί να εκφράσει αυτό που θεωρείται βασικό για μια κατηγορία: η έκθεση περιέχει τα πλέον αντιπροσωπευτικά έργα τής ζωγραφικής τού 18ου αι. | στις ανθολογίες συλλέγονται τα αντιπροσωπευτικά δημιουργήματα κάθε περιόδου.
[ΛΚΝ] που αντιπροσωπεύει κπ. ή κτ.: Συνέδριο / προεδρείο αντιπροσωπευτικό όλων των τάσεων. Πίνακας αντιπροσωπευτικός της δουλειάς ενός ζωγράφου. αντιπροσωπευτικός τύπος, που έχει τα χαρακτηριστικά ορισμένου συνόλου. O ομηρικός Oδυσσέας είναι ο αντιπροσωπευτικός τύπος του Έλληνα.
τυπικά - τυπικώς - τύποις - για τους τύπους. Το επίρρημα τυπικώς διαφέρει από το τυπικά κατά έναν λεπτό αλλά σημαντικό τρόπο: Το τυπικώς σημαίνει «από τυπικής πλευράς, όπως ορίζουν οι τύποι, η τυπική διαδικασία»: Τυπικώς, για να είναι νόμιμη η απόφαση, απαιτούνται οι υπογραφές τριών υπουργών — Τυπικώς δεν επιτρέπεται να παρίσταται ο υποψήφιος κατά την κρίση τής διδακτορικής διατριβής. Το τυπικά σημαίνει περισσότερο «φαινομενικά, επιφανειακά, για να τηρηθούν οι τύποι και τα προσχήματα», αντιτιθέμενο σημασιολογικά προς το «στην ουσία, ουσιαστικά»: Τυπικά ζουν ακόμη μαζί, αλλά έχουν χωρίσει εδώ και δύο χρόνια — Τυπικά το οικόπεδο ανήκει στην Κοινότητα, αλλά το χρησιμοποιούν οι γείτονες για πάρκινγκ από τότε που ήρθαμε εδώ. Διασαφείται ότι το τυπικά χρησιμοποιείται επίσης όπως το τυπικώς, αλλά κυρίως χρησιμοποιείται ως αντίθετο τού «κατ' ουσίαν, στην ουσία, ουσιαστικά, στην πραγματικότητα»: Θέλω να συμφωνήσεις μαζί μου ουσιαστικά, όχι τυπικά. Στην εμφατική, ιδιαίτερη χρήση του το επίρρημα τυπικά ισοδυναμεί με τα επιρρηματικά τύποις και για τους τύπους: Τύποις συμμετέχουν κι αυτοί, ουσιαστικά όμως η επιχείρηση διευθύνεται από τους νέους ιδιοκτήτες — Έκαναν πως συμφωνούν για τους τύπους, στην πραγματικότητα τους χωρίζει μίσος αγεφύρωτο.