Ρώτησα κάποια στιγμή τι είναι αυτό το «γλωσσικό αισθητήριο». Κι αυτό επειδή έχω την εντύπωση ότι όχι μόνο είναι κάτι διαφορετικό για τον καθένα μας, αλλά είναι διαφορετικό για τον καθένα μας ανάλογα με την εποχή της ζωής του (και τη συνακόλουθη γλωσσική του πείρα), αλλά πολλές φορές ανάλογα και με το αν φοράει τα ρούχα της δουλειάς, της διασκέδασης, ή τις πιτζάμες και τις παντό(ύ)φλες του.
Για μένα, και διορθώστε με παρακαλώ, το γλωσσικό αισθητήριο είναι η προσωπική σύνθεση που κάνει καθένας μας με σκελετό τη γραμματική της γλώσσας, που τον μαθαίνει στο σπίτι, στο σχολείο και στο περιβάλλον του και με επένδυση το λεξιλόγιό του, απλό ή πλούσιο, κοινό ή εξειδικευμένο. Άρα, δεν μπορεί να υπάρχει «ενιαίο ελληνικό (ή αγγλικό ή γερμανικό ή οτιδήποτε) γλωσσικό αισθητήριο» αλλά υπάρχουν, όπως σε κάθε κοινωνική εκδήλωση, πλειοψηφικές τάσεις. Και αυτή που επικρατεί στην ελληνική γλώσσα, πολλά χρόνια τώρα (και επίσημα από την πολιτική απόφαση για τη μεταρρύθμιση) είναι αυτή που απεικονίζεται αλλά και βασίζεται στη γραμματική του Τριανταφυλλίδη (και τις όποιες βελτιώσεις και αναθεωρήσεις και επεκτάσεις της, γιατί είπαμε, η γλώσσα δεν σταματάει) και το σημερινό, γενικό και ειδικό, λεξικό μας πλούτο.
Έχω την αίσθηση (διορθώστε με και πάλι) ότι σήμερα ζούμε στην εποχή με τη μεγαλύτερη (σε όγκο, εννοώ) γλωσσική παραγωγή γραπτού και προφορικού λόγου στην ελληνική γλώσσα στην ιστορία (όποια ιστορία θέλετε). Όχι μόνο πρωτότυπη· μάλλον κυρίως μεταφρασμένη. Όχι μόνο λογοτεχνική· κυρίως ειδική. Δεν έχω στοιχεία να τα τεκμηριώσω αυτά, απλώς κρίνω (και ίσως λανθασμένα) από ό,τι βλέπω γύρω μου στις εκδόσεις βιβλίων και ειδικού τύπου, στην τηλεόραση, στο διαδίκτυο. Λέμε και γράφουμε περισσότερα από ποτέ, και κάνουμε λάθη και νεολογούμε και λεξιπλάθουμε και σπέρνουμε μελλοντικές αλλαγές περισσότερο από ποτέ.
Για να είναι φροντισμένος αυτός ο όγκος δουλειάς (με άλλα λόγια, να συμβαδίζει με το μέσο, πλειοψηφικό γλωσσικό αισθητήριο), και για να μπορούν να συνεργάζονται άνθρωποι που έχουν την ευθύνη τμημάτων της κάθε εργασίας, ώστε το αποτέλεσμα να μην παρουσιάζει ασυμβατότητες, χρειάζεται να ακολουθούμε κανόνες. Χρειάζεται πρότυπη γραμματική, γενικό λεξικό, το ειδικό λεξικό του κάθε χώρου (με τα κλισέ του και τις όποιες τυποποιήσεις του), και χρειάζεται και υπόδειγμα με τις τεχνικές συμβάσεις του κάθε μέσου.
Όποιοι δεν ασχολούνται με τη γλώσσα από την επιστημονική της πλευρά (αυτήν που τόσο σωστά περιγράφηκε εδώ), χρειάζονται ενημέρωση για κάθε αλλαγή στο δικό τους πλαίσιο δουλειάς (επαναλαμβάνω: γραμματική, γενικό λεξικό, ειδικό λεξικό, ειδικές προδιαγραφές). Υπάρχει λοιπόν μεγάλο ενδιαφέρον όταν άνθρωποι με γνώσεις και κύρος επισημαίνουν τέτοιες αλλαγές ή τέτοια λάθη που δεν επικράτησαν ακόμη για να γίνουν αλλαγές.
Θα συμφωνήσω ότι αυτό συχνά δεν γίνεται με ήπιο και ευγενικό τρόπο. Η αίσθησή μου όμως είναι ότι το κρίσιμο θέμα δεν είναι οι καλοί τρόποι. Είναι κατά πόσο προσπαθεί τελικά καθένας από εμάς να διευρύνει την εμβέλεια του δικού του μείγματος, του προσωπικού του γλωσσικού αισθητηρίου. Προτείνοντας ή μη προτείνοντας αλλαγές, ρίχνοντας το όποιο προσωπικό του κύρος στη μία, την άλλη, ή και την τρίτη, καμιά φορά, πλευρά. Διορθώνοντας εδώ, αλλά μη διορθώνοντας αλλού. Δημιουργώντας κοινωνικές (και άρα πολιτικές) συμμαχίες για γλωσσικά θέματα. Θεωρώντας ανύπαρκτη τη μία μάχη, χαμένη τη δεύτερη, άξια για κάθε θυσία την τρίτη.
Και τελικά, και μέσα από αυτές τις πιέσεις, η γλώσσα προφανώς θα προχωράει, θα καθιερώνει δεύτερους τύπους και θα εξαφανίζει παλιούς, θα δημιουργεί νέες λέξεις και θα στέλνει στο χρονοντούλαπο άλλες κοκ. Και οι άνθρωποι που θα χρησιμοποιούν πρακτικά τη γλώσσα θα τρέχουν σαν ζαλισμένοι να μάθουν από τους ειδικούς «αν άλλαξε η γραμματική εδώ» και «πώς το γράφουμε τώρα εκείνο».
Και είναι ευθύνη και θέμα των ειδικών να ανταποκρίνονται, με σωστούς χειρισμούς, σε αυτή την ανάγκη της κοινωνίας. Όπως είναι θέμα της ιατρικής κοινότητας να δίνει λύσεις στις νεες επιδημίες και θέμα των πολιτικών μηχανικών να δίνουν λύσεις στα προβλήματα από τους σεισμούς και των υδραυλικών να χρησιμοποιούν το σωστό διαμέτρημα σωλήνες στην αποχέτευση.
Στα γερμανικά έγινε πριν καμιά δεκαριά χρόνια μια σημαντική παρέμβαση στην ορθογραφία (δεν ξέρω αν εντάσσεται στη «γραμματική» ή στο «γενικό λεξικό» με τους όρους που χρησιμοποίησα πιο πάνω). Όποιος νομίζει ότι η αλλαγή αυτή έγινε αποδεκτή έτσι απλά, χωρίς πολιτικές παρεμβάσεις, χωρίς πιέσεις από τον τύπο, χωρίς εφημερίδες και τηλεπερσόνες να εκφράζουν τον αποτροπιασμό τους και να δηλώνουν περήφανα «εμείς γράφουμε με τον παλιό, το σωστό τρόπο» κλπ, είναι γελασμένος. Δεν είναι τυχαίο ότι στα σταθερά μπεστσέλερ είναι τα μεγάλα λεξικά, ούτε ότι επί εβδομάδες ειναι στην κορυφή λαθολόγια του τύπου "Der Dativ ist dem Genitiv sein Tod" (Η δοτική είναι ο θάνατος της γενικής) --έχουν ακόμη δοτική, είναι ένα βήμα πιο πίσω από εμάς :). Όλες οι γλώσσες υποθέτω ότι νιώθουν σήμερα έντονες αναταράξεις υπό την πίεση των όγκων λόγου που παράγονται, της αγγλικής πρωτοκαθεδρίας, των νέων τεχνολογικών μέσων. Δεν είμαστε ούτε οι μοναδικοί, ούτε οι περιούσιοι (κατά την εμπειρική μου βέβαια γνώμη, πάντα).