simeonidis
Member
Η συγκεκριμένη λέξη (ομόρριζο) είναι αποδεκτή ως γλωσσολογικός όρος;
Υπάρχει αντίστοιχη λέξη στα αγγλικά ή σε διεθνή χρήση;
Ευχαριστώ
Υπάρχει αντίστοιχη λέξη στα αγγλικά ή σε διεθνή χρήση;
Ευχαριστώ
Αγαπητέ, καλώς ήρθες. Ελπίζω να δει το μήνυμά σου ο Dr. Moshe, που είναι ίσως ο αρμοδιότερος.
Αν και στα γαλλικά λεξικά ετυμολογίας βρίσκω το racine, ρίζα, δεν βρήκα τίποτε αντίστοιχο με το ομόρριζος. Ούτε σε ένα αγγλικό λεξικό που κοίταξα είδα κάτι αντίστοιχο. Στα γαλλικά βιβλία είδα "de la même famille".
Χρησιμοποιείται (νομίζω) όλο και πιο συχνά για τις λεγόμενες «συγγενείς λέξεις» (cognates), δηλαδή λέξεις δύο γλωσσών που έχουν κοινή ρίζα σε μια τρίτη γλώσσα. Π.χ. το salt της αγγλικής, το sal της λατινικής και το ἃλς της ελληνικής γλώσσας έχουν κοινή ρίζα κάποιο υποθετικό και αμάρτυρο sal- της Ινδοευρωπαϊκής.
Δεν ξέρω ποια είναι τα όρια του «δόκιμου» εδώ και ποια όρια της γλωσσολογίας θα απέκλειαν τη χρήση του όρου ομόρριζος, αλλά, ακόμα και αν δεν έχει χρησιμοποιηθεί ο όρος, αλλά χρησιμοποιούν περίφραση για λέξεις με κοινή ρίζα / με την ίδια ρίζα, γιατί να απέρριπταν το ομόρριζες;
Στην Πύλη, το μόνο που μπορώ να δω είναι οι παρακάτω χρήσεις: οι περισσότερες έχουν να κάνουν με διδασκαλία και κάνα-δυο με τα cognates.
Όμως, υπάρχει και κριτική στη χρήση του όρου "ρίζα" και κατ' επέκταση και στο "ομόρριζο".
Όμως, υπάρχει και κριτική στη χρήση του όρου "ρίζα" και κατ' επέκταση και στο "ομόρριζο".
Η κριτική αφορά τη λέξη ρίζες στον πληθυντικό, στη φράση π.χ. οι ρίζες της γλώσσας μας, και όχι τη ρίζα της λέξης, οπότε δεν ξέρω αν έχει άμεση σχέση με τη λέξη ομόρριζος που σε ενδιαφέρει. (Στην Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας (επ. Χριστίδη) θα βρεις πάντως πολλές φορές τη λέξη ρίζα.)