Ambrose
¥
Διαβάζω στο ιστολόγιο του Ευθ. Φοίβου Παναγιωτίδη:
Ανακύπτει λοιπόν το αναπόφευκτο ερώτημα: ποια είναι, τέλος πάντων, η διαφορά «γλώσσας» και «διαλέκτου»;
Μια σύντομη απάντηση είναι αυτή που έγινε δημοφιλής χάρη σε ένα παράθεμα του μελετητή της Γίντις (άλλης μιας γλώσσας, γερμανοεβραϊκών ριζών, που δε θα γίνει ποτέ επίσημη) Max Weinreich το 1945: «Γλώσσα είναι μια διάλεκτος με στρατό και στόλο». Εδώ πρέπει να συμπληρώσουμε πως ενίοτε δε χρειάζεται καν στρατό και στόλο και ότι πολλές φορές, για να αναγνωριστεί ως «γλώσσα» αντί για «διάλεκτος», μια γλωσσική ποικιλία μπορεί να βασιστεί σε οργανώσεις, ινστιτούτα, υπουργούς εξωτερικών, λογίους, ποιητές, συγγραφείς, λαογράφους, λαϊκούς καλλιτέχνες, ακτιβιστές – ακόμα και ιερωμένους... Με άλλα λόγια, η διαφορά μεταξύ «γλώσσας» και «διαλέκτου» δεν είναι ποτέ γραμματική ή λεξιλογική, άρα αντικειμενική και ενδογλωσσική. Ίσα ίσα, δεν υφίστανται γραμματικά ή λεξιλογικά κριτήρια για να ‘μετρήσουμε’ τη διαφορά γλώσσας και διαλέκτου. Αυτή η διαπίστωση έρχεται να αναιρέσει την κρατούσα αντίληψη πως μικρές γραμματικές και λεξιλογικές διαφορές συνιστούν ‘διαλεκτική διαφοροποίηση’, ενώ μεγάλες γραμματικές και λεξιλογικές διαφορές συνιστούν ‘γλωσσική διαφοροποίηση’.
Η διαφορά γλώσσας και διαλέκτου δεν βρίσκεται λοιπόν στις λέξεις ή στη γραμματική. Αν μία ποικιλία χαρακτηρίζεται ως «γλώσσα» ή ως «διάλεκτος» είναι τελικά ζήτημα κοινωνικό, πολιτικό και ιστορικό. Πιο αναλυτικά, μια κοινότητα Α (ή, πολλές φορές, η ελίτ που την ‘εκπροσωπεί’) η οποία δε θέλει να αποκοπεί από μια κοινότητα Β, θα αξιώνει πως μιλάει μια «διάλεκτο» (τα ‘αλφέζικα’) της «γλώσσας» της κοινότητας Β (των ‘βητέζικων’). Αρκεί επιπλέον τα ‘αλφέζικα’ και τα ‘βητέζικα’ να έχουνε κάποιου είδους ομοιότητα ή ιστορική συγγένεια: αυτή είναι η περίπτωση των «διαλέκτων» της Κίνας. Το αντίστροφο ισχύει όταν ντόπιες ποικιλίες ανακηρύσσονται ή αναγνωρίζονται ως «γλώσσες»: μια κοινότητα Α (ή, πολλές φορές, η ελίτ που την ‘εκπροσωπεί’) επιθυμεί να χειραφετηθεί από μια άλλη κοινότητα Β και αξιώνει πως τα αλφέζικα είναι «γλώσσα» και όχι «διάλεκτος» των ‘βητέζικων’ – όπως έγινε στη Νορβηγία και στη δυτική Βαλκανική. Και στις δύο περιπτώσεις οι αξιώσεις έχουνε φυσικά να κάνουνε με κοινωνικά αιτήματα, την ιστορία και την πολιτική και πολύ λιγότερο με τις ίδιες τις γλωσσικές ποικιλίες: οι γραμματικές και λεξιλογικές ομοιότητες και διαφορές μεταξύ ‘αλφέζικων’ και ‘βητέζικων’ παίζουν τελικά ελάσσονα ρόλο.
Κλείνοντας, θα προσθέσω μια υποσημείωση για τα δικά μας. Η ποντιακή και η κυπριακή θεωρούνται «διάλεκτοι» της ελληνικής «γλώσσας». Ωστόσο, η «ελληνική» «γλώσσα» αποτελεί με τη σειρά της σύνθεση της μοραΐτικης, της κρητικής, της επτανησιακής και – φυσικά – της καθαρεύουσας. Αυτό το συγκεκριμένο «κράμα» (για να θυμηθούμε τον Καβάφη) τυγχάνει να είναι η επίσημη και κοινή γλώσσα που ομιλείται και καλλιεργείται στην Ελλάδα, την Κύπρο και τις ελληνικές παροικίες λόγω ενός ιστορικού «ατυχήματος»: του ότι το ελληνικό κράτος ιδρύθηκε όχι στην Κύπρο, στην Τραπεζούντα ή στη Θεσσαλονίκη αλλά στη Νότια Βαλκανική το 1830 – από όπου και επεκτάθηκε.
Δεν ξέρω αν έχει ξανασυζητηθεί, αλλά το ζήτημα έχει και ευρύτατες πολιτικές και γλωσσολογικές προεκτάσεις. Αρκεί να σκεφτεί κανείς περιπτώσεις γλωσσών/διαλέκτων όπως π.χ. της καταλανικής, κυπριακής, ποντιακής, σκωτσέζικης (ποιας απ' όλες), "μακεδονικής" κλπ.)
Ανακύπτει λοιπόν το αναπόφευκτο ερώτημα: ποια είναι, τέλος πάντων, η διαφορά «γλώσσας» και «διαλέκτου»;
Μια σύντομη απάντηση είναι αυτή που έγινε δημοφιλής χάρη σε ένα παράθεμα του μελετητή της Γίντις (άλλης μιας γλώσσας, γερμανοεβραϊκών ριζών, που δε θα γίνει ποτέ επίσημη) Max Weinreich το 1945: «Γλώσσα είναι μια διάλεκτος με στρατό και στόλο». Εδώ πρέπει να συμπληρώσουμε πως ενίοτε δε χρειάζεται καν στρατό και στόλο και ότι πολλές φορές, για να αναγνωριστεί ως «γλώσσα» αντί για «διάλεκτος», μια γλωσσική ποικιλία μπορεί να βασιστεί σε οργανώσεις, ινστιτούτα, υπουργούς εξωτερικών, λογίους, ποιητές, συγγραφείς, λαογράφους, λαϊκούς καλλιτέχνες, ακτιβιστές – ακόμα και ιερωμένους... Με άλλα λόγια, η διαφορά μεταξύ «γλώσσας» και «διαλέκτου» δεν είναι ποτέ γραμματική ή λεξιλογική, άρα αντικειμενική και ενδογλωσσική. Ίσα ίσα, δεν υφίστανται γραμματικά ή λεξιλογικά κριτήρια για να ‘μετρήσουμε’ τη διαφορά γλώσσας και διαλέκτου. Αυτή η διαπίστωση έρχεται να αναιρέσει την κρατούσα αντίληψη πως μικρές γραμματικές και λεξιλογικές διαφορές συνιστούν ‘διαλεκτική διαφοροποίηση’, ενώ μεγάλες γραμματικές και λεξιλογικές διαφορές συνιστούν ‘γλωσσική διαφοροποίηση’.
Η διαφορά γλώσσας και διαλέκτου δεν βρίσκεται λοιπόν στις λέξεις ή στη γραμματική. Αν μία ποικιλία χαρακτηρίζεται ως «γλώσσα» ή ως «διάλεκτος» είναι τελικά ζήτημα κοινωνικό, πολιτικό και ιστορικό. Πιο αναλυτικά, μια κοινότητα Α (ή, πολλές φορές, η ελίτ που την ‘εκπροσωπεί’) η οποία δε θέλει να αποκοπεί από μια κοινότητα Β, θα αξιώνει πως μιλάει μια «διάλεκτο» (τα ‘αλφέζικα’) της «γλώσσας» της κοινότητας Β (των ‘βητέζικων’). Αρκεί επιπλέον τα ‘αλφέζικα’ και τα ‘βητέζικα’ να έχουνε κάποιου είδους ομοιότητα ή ιστορική συγγένεια: αυτή είναι η περίπτωση των «διαλέκτων» της Κίνας. Το αντίστροφο ισχύει όταν ντόπιες ποικιλίες ανακηρύσσονται ή αναγνωρίζονται ως «γλώσσες»: μια κοινότητα Α (ή, πολλές φορές, η ελίτ που την ‘εκπροσωπεί’) επιθυμεί να χειραφετηθεί από μια άλλη κοινότητα Β και αξιώνει πως τα αλφέζικα είναι «γλώσσα» και όχι «διάλεκτος» των ‘βητέζικων’ – όπως έγινε στη Νορβηγία και στη δυτική Βαλκανική. Και στις δύο περιπτώσεις οι αξιώσεις έχουνε φυσικά να κάνουνε με κοινωνικά αιτήματα, την ιστορία και την πολιτική και πολύ λιγότερο με τις ίδιες τις γλωσσικές ποικιλίες: οι γραμματικές και λεξιλογικές ομοιότητες και διαφορές μεταξύ ‘αλφέζικων’ και ‘βητέζικων’ παίζουν τελικά ελάσσονα ρόλο.
Κλείνοντας, θα προσθέσω μια υποσημείωση για τα δικά μας. Η ποντιακή και η κυπριακή θεωρούνται «διάλεκτοι» της ελληνικής «γλώσσας». Ωστόσο, η «ελληνική» «γλώσσα» αποτελεί με τη σειρά της σύνθεση της μοραΐτικης, της κρητικής, της επτανησιακής και – φυσικά – της καθαρεύουσας. Αυτό το συγκεκριμένο «κράμα» (για να θυμηθούμε τον Καβάφη) τυγχάνει να είναι η επίσημη και κοινή γλώσσα που ομιλείται και καλλιεργείται στην Ελλάδα, την Κύπρο και τις ελληνικές παροικίες λόγω ενός ιστορικού «ατυχήματος»: του ότι το ελληνικό κράτος ιδρύθηκε όχι στην Κύπρο, στην Τραπεζούντα ή στη Θεσσαλονίκη αλλά στη Νότια Βαλκανική το 1830 – από όπου και επεκτάθηκε.
Δεν ξέρω αν έχει ξανασυζητηθεί, αλλά το ζήτημα έχει και ευρύτατες πολιτικές και γλωσσολογικές προεκτάσεις. Αρκεί να σκεφτεί κανείς περιπτώσεις γλωσσών/διαλέκτων όπως π.χ. της καταλανικής, κυπριακής, ποντιακής, σκωτσέζικης (ποιας απ' όλες), "μακεδονικής" κλπ.)