Είδα, σε μερικά λεξικά όπου κοίταξα το «προπηλακίζω», σκέτο το ρήμα abuse, ανάμεσα σε άλλα.
Το προπηλακίζω στα λεξικά:
(μτφ.) περιλούω κάποιον με ύβρεις και κατηγορίες, διασύρω, εξυβρίζω, εξευτελίζω κάποιον (ΠαπΛεξ)
περιλούζω κπ. με βρισιές, με κοροϊδίες, τον χλευάζω, τον διασύρω: Προπηλακίστηκε άγρια από το συγκεντρωμένο πλήθος. [λόγ. < αρχ. προπηλακίζω (κυριολ. σημ.: 'ρίχνω λάσπη')] (ΛΚΝ)
εκστομίζω ύβρεις εναντίον κάποιου σε δημόσια εμφάνισή του (προϋποθέτει την ταυτόχρονη παρουσία στον ίδιο χώρο αυτού που προπηλακίζει και αυτού που προπηλακίζεται). (ΛΝΕΓ)
Αν πεις «He was abused by a group of students», μπορεί να προκύψουν παρεξηγήσεις. Καλύτερα με το «verbally»:
He was verbally abused by a group of students.
He was verbally attacked by a group of students.
Τα άλλα ρήματα που δίνουν τα λεξικά δεν με ενθουσιάζουν.
Το προπηλακίζω στα λεξικά:
(μτφ.) περιλούω κάποιον με ύβρεις και κατηγορίες, διασύρω, εξυβρίζω, εξευτελίζω κάποιον (ΠαπΛεξ)
περιλούζω κπ. με βρισιές, με κοροϊδίες, τον χλευάζω, τον διασύρω: Προπηλακίστηκε άγρια από το συγκεντρωμένο πλήθος. [λόγ. < αρχ. προπηλακίζω (κυριολ. σημ.: 'ρίχνω λάσπη')] (ΛΚΝ)
εκστομίζω ύβρεις εναντίον κάποιου σε δημόσια εμφάνισή του (προϋποθέτει την ταυτόχρονη παρουσία στον ίδιο χώρο αυτού που προπηλακίζει και αυτού που προπηλακίζεται). (ΛΝΕΓ)
Αν πεις «He was abused by a group of students», μπορεί να προκύψουν παρεξηγήσεις. Καλύτερα με το «verbally»:
He was verbally abused by a group of students.
He was verbally attacked by a group of students.
Τα άλλα ρήματα που δίνουν τα λεξικά δεν με ενθουσιάζουν.