κομοστέγη = canopy

Zazula

Administrator
Staff member
Κομοστέγη ονομάζονται οι ανώτεροι όροφοι ενός δάσους, οι οποίοι αποτελούνται από τα φυλλώματα των δέντρων. Η λέξη υπάρχει στον Πάπυρο, αλλά όχι σε Δημητράκο, ΛΝΕΓ, ΛΚΝ κλπ. Αποδίδει το αγγλ. canopy. Η γραφή *κωμοστέγη (υπάρχει στην ΙΑΤΕ και στο Websters-Online) είναι εσφαλμένη.

Συναφείς όροι:
  • overstory = ανώροφος
  • understory = υπόροφος (και όχι υπώροφος, διευκρινίζεται και από τον Δημητράκο — περισσότερα για τα σύνθετα με το όροφος εδώ: http://www.lexilogia.gr/forum/showthread.php?t=208)
 

nickel

Administrator
Staff member
Κομοστέγη, με «ο» επειδή, όπως αντιλαμβάνομαι, είναι η στέγη (του δάσους) που φτιάχνουν οι κόμες των δέντρων.

Και για να θυμόμαστε: canopy από λατινικό canopeum, από το ελληνικό κωνωπείον (κουνουπιέρα).
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Και για να θυμόμαστε: canopy από λατινικό canopeum, από το ελληνικό κωνωπείον (κουνουπιέρα).

Ενδιαφέρουσα εξέλιξη για τις κουνουπιέρες αφού έφτασαν να λειτουργούν προστατευτικά ακόμη και εδώ.

Μα πού είναι ο ειδικός; :)
 
Γιατί ο υπόροφος θέλει, μόνο αυτός, όμικρον; Δεν θύμωσε ο Βακερνάγκελ;
 

Zazula

Administrator
Staff member
Η λέξη υπάρχει στον Πάπυρο, αλλά όχι σε Δημητράκο, ΛΝΕΓ, ΛΚΝ κλπ.
Η λέξη λημματογραφείται κανονικά στο ΧΛΝΓ:
κομοστέγη (θηλ.) ΟΙΚΟΛ. (σε δάσος) Τα φυλλώματα της κορυφής των δέντρων, που αποτελούν ενδιαίτημα πολλών ζωικών οργανισμών και λειτουργούν ως φυσικό εμπόδιο, συγκρατώντας ή αντανακλώντας μεγάλο μέρος της ηλιακής ακτινοβολίας. [<αγγλ. canopy]
 
Top