Στο παρακάτω άρθρο δεν ξέρω τι να πρωτοσχολιάσω, οπότε το καταθέτω απλώς, σαν κουτί με δολώματα, και τσιμπήστε ό,τι σας κάνει κέφι.
Περί φθοράς της ελληνικής γλώσσας και δημοκρατίας
Του Ν. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΥ*
Ελευθεροτυπία, 19/8/2009
Οι τακτικοί αρθρογράφοι των εφημερίδων κατά μήνα Αύγουστο αλλάζουν ύφος και γράφουν πιο χαλαρά. Διαβάζω με ευχαρίστηση αυτά τα άρθρα και ελπίζω ότι οι παρακάτω γραμμές θα ενταχθούν αρμονικά στο κλίμα.
Το σημερινό θέμα αφορά την καλλιέργεια της ελληνικής γλώσσας. Καθώς δεν είμαι φιλόλογος, μπορώ να γράφω με αυγουστιάτικη ευχέρεια και προσωπικά: θεωρώ την ελληνική γλώσσα θησαυρό ανεκτίμητο της ανθρωπότητας, ιδίως επειδή αυτή συνδέει με την πνευματική παραγωγή της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Με το σπουδαιότερο επίτευγμα του ανθρώπου στη Γη, το οποίο παρέχει αδιάκοπα ιδέες, σύμβολα, εργαλεία λόγου και αξιοπρέπειας.
Αντιπαρέρχομαι, κατά περίπτωση τηλεγραφικά ή αναλυτικά, τα επιχειρήματα περί της θέσης, τότε, των δούλων και των γυναικών. Υπεραπλουστεύοντας: η Αθηναϊκή Δημοκρατία βελτίωσε την κατάσταση που παρέλαβε από την προκλασική εποχή, κι αν διαρκούσε, μάλλον θα τη βελτίωνε συνεχώς, παρά τις αντιστάσεις του κόσμου των γενών.
Θα με άφηναν ίσως αδιάφορο κάποια φαινόμενα φθοράς της ελληνικής γλώσσας, αν δεν φοβόμουν την αποσύνδεση από τις δημοκρατικές ιδέες. Με ένα παράδειγμα: δεν θα πρόσεχα στη γλώσσα της τηλεόρασης την περιττή εισαγωγή ξένων λέξεων ή τους στομφώδεις νεολογισμούς, αν δεν αναγνώριζα σε αυτά ένα βήμα προς την εγκατάλειψη ενός πολύτιμου οργάνου: του μέσου κατανόησης του πολιτισμού της Αρχαίας Αθήνας. Οσο βέβαια εξασθενεί η δυνατότητα κατανόησης, εξασθενεί και η αίσθηση οποιασδήποτε συμμετοχής στον πολιτισμό αυτόν.
Η ελληνική γλώσσα φθείρεται μέσα σε βοή μεμψιμοιρίας ή σε σιωπές αδιαφορίας. Στην πραγματικότητα, βέβαια, δεν «φθείρεται» σε τρίτο πρόσωπο, αλλά επειδή εμείς, ως υποκείμενα, την παραμελούμε και την καταστρέφουμε. Η καλλιέργεια της γλώσσας, ως ενέργημα συλλογικό, προϋποθέτει κοινωνική και πολιτική συμμετοχή. Ενα νεοφιλελεύθερο κράτος, που προγραμματίζει αποκλειστικά με βάση τις ανάγκες του προϋπολογισμού του, που στηρίζει τη δημόσια εκπαίδευση μόνο στο μέτρο που εξυπηρετείται παράπλευρα η αγορά και αφήνει τη χρηματοδότηση των ερευνών και των συνεδρίων στη μεγαθυμία των χορηγών, που αυτοπροσδιορίζεται με κούφιες εθνικιστικές κορώνες σε τελετές και οθόνες, αυτό το κράτος δεν ενδιαφέρεται ούτε για τη γλώσσα ούτε για τη δημοκρατία. Το ίδιο ισχύει για ένα κοινωνικό σώμα αφοσιωμένο στην ιδιώτευση, στο κέρδος και στην κατανάλωση.
Η εξουσίαση προτιμά, αντίθετα, αντί του διαλόγου, τη σιωπή των αμνών. Οι Αγγλοαμερικανοί ονομάζουν ήδη με τον όρο «intelligence» (νόηση, ευφυΐα) τις δραστηριότητες των μυστικών υπηρεσιών και τα προϊόντα της κάμερας. Να υποθέσουμε, άραγε, ότι ο όρος αυτός κάποτε θα αποσυρθεί από την περιοχή της έλλογης σκέψης και θα αφιερωθεί στις «έξυπνες» παρακολουθήσεις;
Οποιος διαλέγεται, ουσιαστικά χρειάζεται γλώσσα ικανή να μεταδίδει με ακρίβεια και πυκνότητα τα νοήματα. Οποιος δημιουργεί το πράγμα, χρειάζεται και δικαιούται επίσης να το ονοματίζει. Οι Αθηναίοι καλλιέργησαν την παρρησία, την ισηγορία, την επιείκεια, τη φιλοσοφία, γι' αυτό και εφηύραν τις αντίστοιχες λέξεις, που μένουν μέχρι σήμερα παγκοσμίως χωρίς αξιόμαχο λεκτικό ισοδύναμο. Τίμησαν τον δημόσιο χώρο και λόγο, γι' αυτό αποκαλούσαν δημιουργία μόνον ό,τι έκαναν δημοσίως και όχι τα εν οίκω. Πώς να μην είναι εν τω μεταξύ αγγλικοί ή γαλλικοί οι σύγχρονοι όροι περί τους υπολογιστές ή το αυτοκίνητο; Εκείνοι εφηύραν, εκείνοι βάφτισαν. Οι απεγνωσμένες εκ των υστέρων αποδόσεις στα ελληνικά ελάχιστα σώζουν ή αλλάζουν. Ας παράγουμε έργα και αγαθά, ας συμμετέχουμε σε δημόσιους διαλόγους επιστήμης, κοινωνίας ή πολιτικής, ώστε να παράγουμε και ελληνικά ονόματα.
Στα μαθητικά μου χρόνια κυκλοφορούσαν βιβλία με «διαμάντια» από λάθη μαθητών σε εκθέσεις κι άλλα γραπτά, λάθη που μαρτυρούσαν αφέλεια και «ξύλο απελέκητο». Μου προκαλούσαν όμως αποστροφή τα ίδια τα βιβλία αυτά. Τα θεωρούσα γραμμένα από δασκάλους που αντί να σκύψουν με στοργή και να διορθώσουν, παραμόνευαν για να δοξαστούν ή να κερδίσουν εκθέτοντας και ειρωνευόμενοι τα κατορθώματα των μαθητών τους.
Θα εισφέρω εδώ ένα δείγμα λαθών και άγνοιας γλωσσικής, όχι επειδή άλλαξα ιδέες, αλλά επειδή σήμερα η ανακοίνωση των γλωσσικών λαθών των μαθητών ολοένα και περισσότερο γίνεται χρήσιμη ως αυτογνωσία και αυτοκριτική των δασκάλων: ενός ολόκληρου συστήματος, εκπαιδευτικού και όχι μόνο.
Προ καιρού υπαγορεύτηκε σε πρωτοετείς φοιτητές Νομικής, μοιρασμένους σε έξι αίθουσες, μια άσκηση Ποινικού Δικαίου. Σε κάποιο σημείο η άσκηση αναφερόταν σ' έναν κλέφτη που είχε μπει σε ξένο σπίτι. Ισως κακώς (ιδού η αυτοκριτική) αντί να επιλέξω το ρήμα «μπήκε», σημείωνα «εισέδυσε». Αποτέλεσμα πρώτο: και στα έξι τμήματα οι φοιτητές ρώτησαν τι σημαίνει η λέξη. Διευκρίνησα, «μπήκε» ή «χώθηκε». Αποτέλεσμα δεύτερο: αμέσως παρακάτω.
Πολλοί προτίμησαν να διαγράψουν την αρχική ακαταλαβίστικη λέξη και να γράψουν «μπήκε» ή «χώθηκε». Από άλλους αποθησαύρισα αντί του «εισέδυσε» τα εξής -και ως εξής- γραμμένα: εισέθεσε, εισέθυσε, εισέβησε, ησέβησε, εισέβυσε, εισέρχησε (αυτό πολλές φορές), εισέρησε, εισέγησε, εισχώρησε (αυτό σωστό) και εισέβει. Προσθέτω: κάποιος μεμονωμένος, λίγες γραμμές πιο πάνω, αντί «ογκώδη» αντικείμενα άκουσε και έγραψε «gothic» αντικείμενα.
Δυσκολία επικοινωνίας, λοιπόν. Δεν ξέρω αν τα ανελλήνιστα κείμενα, ιδίως στην τηλεόραση, συνιστούν αίτιο ή σύμπτωμα. Μάλλον ανακυκλώνονται τα δύο. Είναι ξεκάθαρο άλλωστε ότι οι εκφωνητές δεν υποψιάζονται ότι κάνουν λάθη, ούτε αξιολογούνται γι' αυτά από τους διευθυντές τους. Ο αγοραίος πολιτισμός, γενικά, αδιαφορεί για τη γλώσσα ως εργαλείο διαλόγου κοινωνικής και πολιτικής συμμετοχής και ανάλυσης. Αναμενόμενο να αδιαφορεί και για την ελληνική γλώσσα ως εργαλείο επαφής με τα έργα της δημοκρατίας.
* Καθηγητής Νομικής ΑΠΘ
Του Ν. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΥ*
Ελευθεροτυπία, 19/8/2009
Οι τακτικοί αρθρογράφοι των εφημερίδων κατά μήνα Αύγουστο αλλάζουν ύφος και γράφουν πιο χαλαρά. Διαβάζω με ευχαρίστηση αυτά τα άρθρα και ελπίζω ότι οι παρακάτω γραμμές θα ενταχθούν αρμονικά στο κλίμα.
Το σημερινό θέμα αφορά την καλλιέργεια της ελληνικής γλώσσας. Καθώς δεν είμαι φιλόλογος, μπορώ να γράφω με αυγουστιάτικη ευχέρεια και προσωπικά: θεωρώ την ελληνική γλώσσα θησαυρό ανεκτίμητο της ανθρωπότητας, ιδίως επειδή αυτή συνδέει με την πνευματική παραγωγή της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Με το σπουδαιότερο επίτευγμα του ανθρώπου στη Γη, το οποίο παρέχει αδιάκοπα ιδέες, σύμβολα, εργαλεία λόγου και αξιοπρέπειας.
Αντιπαρέρχομαι, κατά περίπτωση τηλεγραφικά ή αναλυτικά, τα επιχειρήματα περί της θέσης, τότε, των δούλων και των γυναικών. Υπεραπλουστεύοντας: η Αθηναϊκή Δημοκρατία βελτίωσε την κατάσταση που παρέλαβε από την προκλασική εποχή, κι αν διαρκούσε, μάλλον θα τη βελτίωνε συνεχώς, παρά τις αντιστάσεις του κόσμου των γενών.
Θα με άφηναν ίσως αδιάφορο κάποια φαινόμενα φθοράς της ελληνικής γλώσσας, αν δεν φοβόμουν την αποσύνδεση από τις δημοκρατικές ιδέες. Με ένα παράδειγμα: δεν θα πρόσεχα στη γλώσσα της τηλεόρασης την περιττή εισαγωγή ξένων λέξεων ή τους στομφώδεις νεολογισμούς, αν δεν αναγνώριζα σε αυτά ένα βήμα προς την εγκατάλειψη ενός πολύτιμου οργάνου: του μέσου κατανόησης του πολιτισμού της Αρχαίας Αθήνας. Οσο βέβαια εξασθενεί η δυνατότητα κατανόησης, εξασθενεί και η αίσθηση οποιασδήποτε συμμετοχής στον πολιτισμό αυτόν.
Η ελληνική γλώσσα φθείρεται μέσα σε βοή μεμψιμοιρίας ή σε σιωπές αδιαφορίας. Στην πραγματικότητα, βέβαια, δεν «φθείρεται» σε τρίτο πρόσωπο, αλλά επειδή εμείς, ως υποκείμενα, την παραμελούμε και την καταστρέφουμε. Η καλλιέργεια της γλώσσας, ως ενέργημα συλλογικό, προϋποθέτει κοινωνική και πολιτική συμμετοχή. Ενα νεοφιλελεύθερο κράτος, που προγραμματίζει αποκλειστικά με βάση τις ανάγκες του προϋπολογισμού του, που στηρίζει τη δημόσια εκπαίδευση μόνο στο μέτρο που εξυπηρετείται παράπλευρα η αγορά και αφήνει τη χρηματοδότηση των ερευνών και των συνεδρίων στη μεγαθυμία των χορηγών, που αυτοπροσδιορίζεται με κούφιες εθνικιστικές κορώνες σε τελετές και οθόνες, αυτό το κράτος δεν ενδιαφέρεται ούτε για τη γλώσσα ούτε για τη δημοκρατία. Το ίδιο ισχύει για ένα κοινωνικό σώμα αφοσιωμένο στην ιδιώτευση, στο κέρδος και στην κατανάλωση.
Η εξουσίαση προτιμά, αντίθετα, αντί του διαλόγου, τη σιωπή των αμνών. Οι Αγγλοαμερικανοί ονομάζουν ήδη με τον όρο «intelligence» (νόηση, ευφυΐα) τις δραστηριότητες των μυστικών υπηρεσιών και τα προϊόντα της κάμερας. Να υποθέσουμε, άραγε, ότι ο όρος αυτός κάποτε θα αποσυρθεί από την περιοχή της έλλογης σκέψης και θα αφιερωθεί στις «έξυπνες» παρακολουθήσεις;
Οποιος διαλέγεται, ουσιαστικά χρειάζεται γλώσσα ικανή να μεταδίδει με ακρίβεια και πυκνότητα τα νοήματα. Οποιος δημιουργεί το πράγμα, χρειάζεται και δικαιούται επίσης να το ονοματίζει. Οι Αθηναίοι καλλιέργησαν την παρρησία, την ισηγορία, την επιείκεια, τη φιλοσοφία, γι' αυτό και εφηύραν τις αντίστοιχες λέξεις, που μένουν μέχρι σήμερα παγκοσμίως χωρίς αξιόμαχο λεκτικό ισοδύναμο. Τίμησαν τον δημόσιο χώρο και λόγο, γι' αυτό αποκαλούσαν δημιουργία μόνον ό,τι έκαναν δημοσίως και όχι τα εν οίκω. Πώς να μην είναι εν τω μεταξύ αγγλικοί ή γαλλικοί οι σύγχρονοι όροι περί τους υπολογιστές ή το αυτοκίνητο; Εκείνοι εφηύραν, εκείνοι βάφτισαν. Οι απεγνωσμένες εκ των υστέρων αποδόσεις στα ελληνικά ελάχιστα σώζουν ή αλλάζουν. Ας παράγουμε έργα και αγαθά, ας συμμετέχουμε σε δημόσιους διαλόγους επιστήμης, κοινωνίας ή πολιτικής, ώστε να παράγουμε και ελληνικά ονόματα.
Στα μαθητικά μου χρόνια κυκλοφορούσαν βιβλία με «διαμάντια» από λάθη μαθητών σε εκθέσεις κι άλλα γραπτά, λάθη που μαρτυρούσαν αφέλεια και «ξύλο απελέκητο». Μου προκαλούσαν όμως αποστροφή τα ίδια τα βιβλία αυτά. Τα θεωρούσα γραμμένα από δασκάλους που αντί να σκύψουν με στοργή και να διορθώσουν, παραμόνευαν για να δοξαστούν ή να κερδίσουν εκθέτοντας και ειρωνευόμενοι τα κατορθώματα των μαθητών τους.
Θα εισφέρω εδώ ένα δείγμα λαθών και άγνοιας γλωσσικής, όχι επειδή άλλαξα ιδέες, αλλά επειδή σήμερα η ανακοίνωση των γλωσσικών λαθών των μαθητών ολοένα και περισσότερο γίνεται χρήσιμη ως αυτογνωσία και αυτοκριτική των δασκάλων: ενός ολόκληρου συστήματος, εκπαιδευτικού και όχι μόνο.
Προ καιρού υπαγορεύτηκε σε πρωτοετείς φοιτητές Νομικής, μοιρασμένους σε έξι αίθουσες, μια άσκηση Ποινικού Δικαίου. Σε κάποιο σημείο η άσκηση αναφερόταν σ' έναν κλέφτη που είχε μπει σε ξένο σπίτι. Ισως κακώς (ιδού η αυτοκριτική) αντί να επιλέξω το ρήμα «μπήκε», σημείωνα «εισέδυσε». Αποτέλεσμα πρώτο: και στα έξι τμήματα οι φοιτητές ρώτησαν τι σημαίνει η λέξη. Διευκρίνησα, «μπήκε» ή «χώθηκε». Αποτέλεσμα δεύτερο: αμέσως παρακάτω.
Πολλοί προτίμησαν να διαγράψουν την αρχική ακαταλαβίστικη λέξη και να γράψουν «μπήκε» ή «χώθηκε». Από άλλους αποθησαύρισα αντί του «εισέδυσε» τα εξής -και ως εξής- γραμμένα: εισέθεσε, εισέθυσε, εισέβησε, ησέβησε, εισέβυσε, εισέρχησε (αυτό πολλές φορές), εισέρησε, εισέγησε, εισχώρησε (αυτό σωστό) και εισέβει. Προσθέτω: κάποιος μεμονωμένος, λίγες γραμμές πιο πάνω, αντί «ογκώδη» αντικείμενα άκουσε και έγραψε «gothic» αντικείμενα.
Δυσκολία επικοινωνίας, λοιπόν. Δεν ξέρω αν τα ανελλήνιστα κείμενα, ιδίως στην τηλεόραση, συνιστούν αίτιο ή σύμπτωμα. Μάλλον ανακυκλώνονται τα δύο. Είναι ξεκάθαρο άλλωστε ότι οι εκφωνητές δεν υποψιάζονται ότι κάνουν λάθη, ούτε αξιολογούνται γι' αυτά από τους διευθυντές τους. Ο αγοραίος πολιτισμός, γενικά, αδιαφορεί για τη γλώσσα ως εργαλείο διαλόγου κοινωνικής και πολιτικής συμμετοχής και ανάλυσης. Αναμενόμενο να αδιαφορεί και για την ελληνική γλώσσα ως εργαλείο επαφής με τα έργα της δημοκρατίας.
* Καθηγητής Νομικής ΑΠΘ