Κάποιοι όροι ανήκουν φυσικά στο καθημερινό λεξιλόγιο. Επίσης, μπορεί να είναι απλώς αντίγραφο γλωσσαριών που έχουμε ήδη (το βρήκα
). Είπα όμως να το μετατρέψω καταρχήν σε πίνακα που θα μπορούμε ίσως να εμπλουτίζουμε:
α
γάντα | πιάσου γερά, κράτα
ακομοδέσιο | η υπερκατασκευή του πλοίου όπου βρίσκονται η γέφυρα, οι κοινόχρηστοι χώροι και τα ενδιαιτήματα αξιωματικών και πληρώματος |
αλάργα | μακριά
άλμπουρο | κατάρτι, ιστός
αλουέδες | διάδρομοι στο ακομοδέσιο
αμπάρι | ο χώρος ενός πλοίου που προορίζεται για φορτία
άπερ ντεκ | η κατασκευή, ο χώρος πάνω από τη γέφυρα
απόνερα | νερά μαζί με φυσαλίδες αέρα που αφήνει πίσω της η προπέλα
αριβάρω | καταφθάνω
|
β
άρδια | σκοπιά, φρουρά
βαρδιόλα | τα φτερά στα πλαϊνά της γέφυρας
βίρα | σήκωσε, τράβα
VHF | ασύρματος
βρεχάμενα | μέγιστο όριο φόρτωσης
βώγα | σπρώξε
|
γ
έφυρα | ο χώρος ναυσιπλοΐας
γκάγκουε | η κυρίως σκάλα που ανεβαίνεις στο πλοίο
γκαζάδικο | πλοίο που μεταφέρει πετρελαιοειδή
γραμματικός | υποπλοίαρχος
|
δ
εσπέντζα | μικρή κουζίνα και χώρος φύλαξη τροφίμων για τις βάρδιες
δεύτερος | Β’ μηχανικός του πλοίου
διπαράλληλος | ο διπλός παράλληλος χάρακας
|
έ
ξαλα | τα μέρη τού σκάφους που είναι πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας
ετρίπαρε | σταμάτησε
|
ι
βιλάι | λεπτό σκοινί
ινσενερέιτορ | μηχάνημα του πλοίου
ίσαλος | η νοητή γραμμή στις πλευρές τού σκάφους, στο ύψος όπου αυτές εφάπτονται με την επιφάνεια της θάλασσας
|
κ
άβος | απόκρημνο ακρωτήρι - χοντρό σκοινί
καπούνι | υπόστεγο της πλώρης
καραντίνα | η σημαία που ζητάς άδεια για να κατεβείς στη στεριά, η ελευθεροκοινωνία
καρίνα | το κατώτερο τμήμα του σκελετού ενός πλοίου που εκτείνεται από την πλώρη ως την πρύμνη
κατσαδούρα | μεγάλο σύννεφο που κινείται γρήγορα
κοντενεΐράδικο | πλοίο που μεταφέρει κοντέινερς, εμπορευματοκιβώτια
κοράκι | η μύτη του καραβιού
κουβέρτα | το κατάστρωμα
κουβούσι | το υπερυψωμένο παραπέτο του αμπαριού
κουμπάσο | μεταλλικό στο σχήμα σαν διαβήτης όπου μετράμε στους ναυτικούς χάρτες τις αποστάσεις
κουπαστή | το ανώτατο χείλος των τοιχωμάτων του καραβιού μάσκα
κροσάρω | διασταυρώνω πορεία με την πορεία άλλου πλοίου
|
λ
αδάς | λιπαντής
λάσκα | άφησε/ λύσε
λίνια | νοητή γραμμή του Ισημερινού
λογκάτος | σκοινί πρόσδεσης του πλοίου
λοστρόμος | υπεύθυνος των ναυτών
|
μ
ανούβρα | χειρισμός διεύθυνσης του καραβιού
μαρέα | παλίρροια
μαρκόνης | ασυρματιστής
μάσκα | η παρειά της πλώρης
μέι-τέι | σήμα κινδύνου (May-Day)
μουράγιο | προκυμαία
μουσώνες | εποχιακοί άνεμοι στον Ινδικό Ωκεανό
μπαλκ κάριερ | πλοίο που μεταφέρει χύμα φορτία όπως σιτάρι, κάρβουνο
μπάντα | πλευρά
μπάρκο | το μπαρκάρισμα, η επιβίβαση
μπίντα | η δέστρα
μποδάω | εμποδίζω
μπόρνα | μηχανικό εξάρτημα
μπότζι | ταλάντευση του καραβιού
μπουγάζι | στενό μέρος θάλασσας, δίαυλος, κανάλι
μπουλμές | ξύλινο εσωτερικό χώρισμα του καραβιού
μπουνάτσα | θάλασσα χωρίς κύματα, νηνεμία, γαλήνη
μπουρίνι | ξαφνική βροχή
|
ν
αύλο | ενοικίαση του πλοίου για ένα η περισσότερα ταξίδια
νιτσεράδα | αδιάβροχο από μουσαμά
|
ξ
εμπαρκάρω | αντίθετο του μπαρκάρω
|
ό
κιο | τρύπα απ' όπου περνάει η καδένα της άγκυρας
όρτινα | εντολή, οδηγία
|
π
αράλλαξη | τρόπος ελέγχου της πορείας του πλοίου με αναφορά κάποιο
σημείο της ακτής
παστρικιά | πόρνη
πέιμεντ | η πληρωμή
πιλοτίνα | η πλοηγίδα, το πλοιάριο που μεταφέρει τον πιλότο στο καράβι
πιλότος | πλοηγός
πιτσικόμης | πλανόδιος πωλητής απομιμήσεων
πορτολάνος | χάρτης λιμανιών
ποστάλι | επιβατικό καράβι ή κρουαζιερόπλοιο
πρατιγάρω | παίρνω πράτιγο, ελευθεροκοινωνία
προβέτζο | απότομη μεταβολή έντασης και διεύθυνσης του ανέμου
προβλήτα | κατασκευή σε λιμάνι για το ασφαλές άραγμα των πλοίων
προπέλα | έλικας του πλοίου
πρυμάτσες | δεμένο με την πρύμη
πρώτος ή Τσιφ | Α' μηχανικός του πλοίου
|
ράδα (αράδα) | αγκυροβόλιο
ραδιοφάρος – ραντάρ – ντέκα – σάτελαιτ | ηλεκτρονικά όργανα ναυσιπλοΐας
ραπόρτα | τηλεγραφήματα, αναφορές, από το αγγλικό report
ρεφόρτσο | ενδυνάμωμα, ενίσχυση
ρήφια | επικίνδυνες ακτές
ρηχάδες | ξέβαθα νερά
ρότα | η πορεία του καραβιού
ρόχθος | ο δυνατός ήχος των κυμάτων που σπάνε
ρυμουλκό | το σκάφος που βοηθά τα καραβιά να δέσουν στα λιμάνια
|
σ
αβούρωμα | φόρτωσης θαλασσινού νερού για καλύτερη πλευστότητα
σαλπάρω | αποπλέω, ξεκινώ ταξίδι
σεντίνα | το κάτω μέρος τού σκάφους, όπου συνήθως συγκεντρώνονται τα νερά, χώρος κάτω από τα πανιόλα όπου μαζεύονται νερά και λάδια από διαρροές
σημαδούρα ή τσαμαδούρα | θαλάσσιο είδος σήμανσης
σιρίτια | γαλόνια
σιψάντης | ο προμηθευτής του πλοίου
σκάπουλος | ο ένας από τους δύο ναύτες της βάρδιας
σκαντζάρω | αντικαθιστώ τους ανθρώπους στην βάρδια
σκαρί | μικρό σκάφος
σκουλάρω ή στριπάρω | αδειάζω εντελώς τη δεξαμενή
S.O.S. («σος») | σήμα κινδύνου
σουέλ | αποθαλασιά
σπάτσα, σπατσάρω | τέλειωσα / τελειώνω τη δουλειά μου
σπριγκ | σκοινί πρόσδεσης του πλοίου
σταντ-πάι | έτοιμοι
στίγμα | το σημείο που βρίσκεται το καράβι
στόκολο | ο χώρος του πλοίου που ανάβουν οι φωτιές για τα καζάνια
στράλια | σχοινιά η κεραίες
|
τ
εημάνιδες | ναυτικοί που εργάζονται την μέρα, που δεν κάνουν βάρδιες
τζόβενο | ναυτόπαιδο, πρωτόμπαρκος
τηλέγραφος της γέφυρας / του μηχανοστασίου | μηχανισμός εντολών από τη γέφυρα στο μηχανοστάσιο
τραβέρσο | αναγκαστική πορεία σε περίπτωση μεγάλης θαλασσοταραχής κόντρα στη διεύθυνση του ανέμου για να αποφύγει το καράβι τα χτυπήματα των κυμάτων στα πλευρά του
τρίτος | Γ’ μηχανικός του πλοίου
τσαρτ-ρούμ | δωμάτιο χαρτών
τσιμινιέρα | φουγάρο της μηχανής
|
ύ
φαλα | τα μέρη του πλοίου που είναι κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας
|
φ
ανάρι | φανάρι καραβιού, φάρος, φανός
φινιστρίνι | τζάμι
φιούελ | καύσιμα
φόρμαν | αρχιεργάτης του λιμανιού
φορτωτικές | πιστοποιητικά φορτίου
φουντάραμε / φούντο | να πέφταμε κάτω / εντολή πόντισης της άγκυρας