Έρχονται στιγμές που αγανακτείς, σου βγαίνει ένα «άι στο διάολο, κωλογλώσσα, με τις κουλαμάρες σου», αλλά δεν τολμάς να το γράψεις, μήπως και σου την πέσουν οι γλωσσολόγοι, άσε που φοβάσαι ότι κουλή είναι η δική σου γνώση της γλώσσας, όχι η ίδια η γλώσσα.
Πάντως, αν δεν είναι αυτό το τελευταίο, ας μη ρίξουμε το φταίξιμο στη γλώσσα, αλλά στους ομιλητές της — αυτοί φταίνε που δεν τολμούν. Σήμερα έχω κουρδιστεί με το επίθετο «early» και τις μεταφράσεις του. Όχι πως είναι η πρώτη φορά, αλλά σήμερα είπα να μη βρίσω μόνο, αλλά να το γράψω κιόλας. Υπάρχει ήδη σε άλλες σελίδες αναφορά στο πρόβλημα όταν ο Μπερλής έγραψε «το πρώτο ΕΑΜ» επηρεασμένος από το «early EAM» που σκεφτόταν:
Να δεχτούμε πρώτα ότι η μετάφραση «Πρώιμη Αναγέννηση» για το early Renaissance είναι καθιερωμένη, μαζί με πολλά άλλα τέτοια… πρώιμα (όψιμα) φρούτα. Φάγαμε την «πρώιμη Αναγέννηση», ας φάμε τώρα και την «πρώιμη δεκαετία του ’60». Από τότε που χρησιμοποιήθηκε το «πρώιμος» για να περιγράψει το πρώτο στάδιο μιας χρονικής περιόδου (πρώιμη Αναγέννηση, πρώιμος Μεσαίωνας, πρώιμη Αρχαιότητα κ.ά.), πέρασε σε αιώνες (πρώιμος 20ος αιώνας), δεκαετίες (π.χ. στην ύστερη δεκαετία του 1230 ή την πρώιμη δεκαετία του 1240), τέχνες (πρώιμη ελληνική αγγειογραφία) ή και… γεωγραφικές περιοχές (πρώιμες Κυκλάδες, πρώιμη Ελλάδα).
Να θυμηθούμε τι σημαίνει πρώιμος, πρώτα από το ΠαπΛεξ:
Πιο λιγόλογα από το ΛΝΕΓ:
Σε όλες τις σημασίες υπάρχει το «πριν την ώρα του».
Το κακό ίσως ξεκίνησε με τα «πρώιμα έργα». Τα early works, αντί να μεταφράζονται «πρώτα έργα» ή «νεανικά έργα» ή «έργα της πρώτης περιόδου», έγιναν «πρώιμα» (πριν την ώρα τους, δηλαδή;). Μια στιγμή, ο Κριαράς τα έχει τα «πρώιμα έργα»: πρώιμος εκείνος που εμφανίζεται πριν από τον κατάλληλο χρόνο: πρώιμα έργα του ζωγράφου· πρώιμα φρούτα (αντ. όψιμος). Είναι ικανοποιητικός αυτός ο ορισμός όταν πρόκειται για πρώιμα έργα;
Μόνο το ΛΚΝ φιλοξενεί αυτή τη σημασία του πρώτου σταδίου στο πρώιμος (και του τελευταίου στο όψιμος) — αν και με μπερδεύει στην ετυμολογία ο συσχετισμός με τη γερμανική και τη γαλλική λέξη για το πρόωρος. Οι σημασίες του 2 προέρχονται από το αγγλικό early και μόνο, έτσι;
Και στο λήμμα όψιμος:
Νομίζω ότι το ΛΚΝ καλύπτει αυτές τις χρήσεις ικανοποιητικά (τρόπος του λέγειν, τέτοια ικανοποίηση να τη βράσω). Μου γεννιούνται τα παρακάτω ερωτηματικά, ωστόσο:
Ιδού το ύστερος του ΛΚΝ:
Και το ύστερος του ΛΝΕΓ:
Τι λέμε εναλλακτικά όταν δεν θέλουμε να πούμε «πρώιμος»;
in the early 17th century = στις αρχές του 17ου αιώνα
from Ancient Greece to early Christianity = από την αρχαία Ελλάδα μέχρι τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους
The printing revolution in early Modern Europe = Η τυπογραφική επανάσταση στις απαρχές της νεότερης Ευρώπης
The power of fantasy in early learning = Η δύναμη της φαντασίας στα πρώτα χρόνια της μάθησης
(όλα αυτά, από τίτλους βιβλίων)
Και πρώτη Αναγέννηση (primo Rinascimento, Première Renaissance, δικαιώνεται ο Μπερλής με το «πρώτο ΕΑΜ»), πρωτοαναγεννησιακή εποχή, απαρχές της Αναγέννησης.
Με λίγα λόγια: το «πρώιμος» είχε μια σαφέστατη σημασία, ίδια με το πρόωρος, και, επειδή δεν βρήκαμε καλύτερη λέξη για το αγγλικό early, δώσαμε στο «πρώιμος» τη σημασία τού «πρώτος, αρχικός, της πρώτης περιόδου». Το ίδιο κάναμε στην άλλη άκρη του φάσματος με το «όψιμος».
Ο ευαίσθητος μεταφραστής κάνει πως δεν βλέπει τις χιλιάδες τα (επίσημα) ευρήματα και μεταφράζει με ό,τι του βρίσκεται πιο πρόχειρο; Ή αφήνει να τον συμπαρασύρει το κύμα; Και μέχρι ποιο σημείο; Θα φτάσει να γράφει για «πρώιμες ημέρες της κινητής τηλεφωνίας»; Και δεν θα πρέπει να ζητήσει να ενημερωθούν και τα λεξικά;
Προς το παρόν, θα ζητήσω να μη μου αλλάξουν την παροιμία «Τα στερνά τιμούν τα πρώτα». Μη μου την κάνουν «Τα όψιμα τιμούν τα πρώιμα»!
Πάντως, αν δεν είναι αυτό το τελευταίο, ας μη ρίξουμε το φταίξιμο στη γλώσσα, αλλά στους ομιλητές της — αυτοί φταίνε που δεν τολμούν. Σήμερα έχω κουρδιστεί με το επίθετο «early» και τις μεταφράσεις του. Όχι πως είναι η πρώτη φορά, αλλά σήμερα είπα να μη βρίσω μόνο, αλλά να το γράψω κιόλας. Υπάρχει ήδη σε άλλες σελίδες αναφορά στο πρόβλημα όταν ο Μπερλής έγραψε «το πρώτο ΕΑΜ» επηρεασμένος από το «early EAM» που σκεφτόταν:
Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι το "πρώτο ΕΑΜ" είναι υποσυνείδητη μετάφραση του "early EAM". Συμβαίνει συχνά να σκεφτόμαστε αγγλικά και να μεταφέρουμε στα ελληνικά, με τρόπο όχι ολωσδιόλου επιτυχή, αυτό που είχαμε κατά νουν. Ωστόσο, δύο παρατηρήσεις: (1) Δεν είμαι βέβαιος αν, όταν συμβαίνει αυτό, η μεταφορά είναι πράγματι ανεπιτυχής. Μήπως θα έπρεπε να είμαστε λίγο πιο θαρραλέοι; Μήπως οι αποδόσεις που μυρίζουν αγγλικά ανοίγουν τελικά το δρόμο σε νέες διατυπώσεις που με τον καιρό και την πολλή χρήση αποβαίνουν απολύτως εύστοχες, καλύπτοντας ένα κενό στην ημετέρα γλώσσα; (2) Με το "early" έχω συχνά βρει δυσκολίες στην απόδοσή του και αναγκάζομαι να καταφύγω σε περιφράσεις. The early Renaissance, για παράδειγμα, ή the early nineteenth century, δεν σας προκαλεί μια μεταφραστική αμηχανία; "Τα πρώτα χρόνια του δέκατου ένατου αιώνα" (;;), "στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα" (;;), "στον πρώιμο" (;;;) - τίποτα από αυτά δεν με ικανοποιεί. Any suggestions?
Να δεχτούμε πρώτα ότι η μετάφραση «Πρώιμη Αναγέννηση» για το early Renaissance είναι καθιερωμένη, μαζί με πολλά άλλα τέτοια… πρώιμα (όψιμα) φρούτα. Φάγαμε την «πρώιμη Αναγέννηση», ας φάμε τώρα και την «πρώιμη δεκαετία του ’60». Από τότε που χρησιμοποιήθηκε το «πρώιμος» για να περιγράψει το πρώτο στάδιο μιας χρονικής περιόδου (πρώιμη Αναγέννηση, πρώιμος Μεσαίωνας, πρώιμη Αρχαιότητα κ.ά.), πέρασε σε αιώνες (πρώιμος 20ος αιώνας), δεκαετίες (π.χ. στην ύστερη δεκαετία του 1230 ή την πρώιμη δεκαετία του 1240), τέχνες (πρώιμη ελληνική αγγειογραφία) ή και… γεωγραφικές περιοχές (πρώιμες Κυκλάδες, πρώιμη Ελλάδα).
Να θυμηθούμε τι σημαίνει πρώιμος, πρώτα από το ΠαπΛεξ:
1. (κυρίως για άνθη και οπωροκηπευτικά) αυτός που παράγεται ή ωριμάζει νωρίς, πριν από την κανονική ή συνήθη εποχή (α. «πρώιμα αχλάδια»· β. «ὁ πρώιμος κράτιστος ἤ ὁ μέσος ἤ ὁ ὀψιμώτατος [σπόρος]», Ξεν.)· 2. (για ζώα) αυτός που γεννιέται πριν από τον καθορισμένο χρόνο («πρώιμα αρνιά»)· 3. (για εποχές, καιρικές συνθήκες ή για μεταβολές) αυτός που επέρχεται, που συμβαίνει πριν από την ώρα του (α. «πρώιμο κρύο»· β. «ἕως λάβῃ ὑετὸν πρώϊμον καὶ ὄψιμον», ΚΔ)· 4. (μτφ.) αυτός που εκδηλώνεται ή αυξάνεται πριν από την ώρα του, άκαιρος, πρόωρος (α. «πρώιμη ενέργεια»· β. «πρώιμος πονηρία», Μητροδ. Λ.)· || (νεοελλ.) (για δέντρα και φυτά) 1. αυτός που ανθίζει ή καρποφορεί πριν από τον καθορισμένο χρόνο («πρώιμη αμυγδαλιά»)· 2. αυτός που παράγει πριν από την ώρα του («πρώιμο αμπέλι»)· 3. (φρ.) α) «πρώιμη ποικιλία»· (γεωπ.) καλλιεργούμενη ποικιλία φυτού που φθάνει σε ένα ορισμένο στάδιο ανάπτυξης σε συντομότερο χρονικό διάστημα από άλλες· β) «πρώιμο ζώο»· ζώο τού οποίου το νεογνό είναι σχετικά ανεξάρτητο από τη γονική φροντίδα και το οποίο είναι ικανό να κινείται και, συχνά, να τρέφεται και να ελέγχει τη θερμοκρασία του ανεξάρτητα από τους γονείς του· γ) «πρώιμος τοκετός»· (ιατρ.) τοκετός που γίνεται πριν από την 28η εβδομάδα τής εγκυμοσύνης. Επίρρ. πρωίμως / πρωΐμως ΝΜΑ, και πρώιμα Ν· πριν από τον καθορισμένο χρόνο, νωρίς, πρόωρα.
Πιο λιγόλογα από το ΛΝΕΓ:
1. (για καρπούς, λουλούδια κ.λπ.) αυτός που παράγεται πριν από την κανονική του εποχή: πρώιμα φρούτα. ΣΥΝ. πρόωρος ΑΝΤ. όψιμος 2. (για δέντρα και φυτά) αυτός που καρποφορεί πριν από τη συνηθισμένη εποχή: πρώιμη αχλαδιά / αμυγδαλιά 3. (κατ' επέκτ.) αυτός που εκδηλώνεται πριν από την εποχή ή τη στιγμή που αναμενόταν: είναι λίγο πρώιμο ακόμη να μιλούμε για βελτίωση τής υγείας του ΑΝΤ. όψιμος, πάρωρος.
Σε όλες τις σημασίες υπάρχει το «πριν την ώρα του».
Το κακό ίσως ξεκίνησε με τα «πρώιμα έργα». Τα early works, αντί να μεταφράζονται «πρώτα έργα» ή «νεανικά έργα» ή «έργα της πρώτης περιόδου», έγιναν «πρώιμα» (πριν την ώρα τους, δηλαδή;). Μια στιγμή, ο Κριαράς τα έχει τα «πρώιμα έργα»: πρώιμος εκείνος που εμφανίζεται πριν από τον κατάλληλο χρόνο: πρώιμα έργα του ζωγράφου· πρώιμα φρούτα (αντ. όψιμος). Είναι ικανοποιητικός αυτός ο ορισμός όταν πρόκειται για πρώιμα έργα;
Μόνο το ΛΚΝ φιλοξενεί αυτή τη σημασία του πρώτου σταδίου στο πρώιμος (και του τελευταίου στο όψιμος) — αν και με μπερδεύει στην ετυμολογία ο συσχετισμός με τη γερμανική και τη γαλλική λέξη για το πρόωρος. Οι σημασίες του 2 προέρχονται από το αγγλικό early και μόνο, έτσι;
πρώιμος -η -ο [próimos] E5 : 1α1. για καρπό που ωριμάζει νωρίτερα από τη συνηθισμένη εποχή. ANT όψιμος: Tα κεράσια είναι πρώιμα φέτος. Πρώιμη ποικιλία ντομάτας / πρώιμη ντομάτα. || για φυτό που παράγει πρώιμους καρπούς: Πρώιμο αμπέλι. α2. για ζώο που γεννιέται νωρίτερα από τη συνηθισμένη εποχή: Πρώιμο αρνί. β. πρόωρος: Πρώιμη εφηβεία. 2α. που γίνεται, που παρουσιάζεται όταν κτ. βρίσκεται σε αρχικό στάδιο: Πρώιμη διάγνωση του καρκίνου. ANT καθυστερημένη. Πρώιμη αντίδραση. ANT όψιμη. β. που αποτελεί την πρώτη φάση μιας χρονικής περιόδου. ANT όψιμος: H πρώιμη χαλκοκρατία. πρώιμα EΠIPP: Tα σύκα ωρίμασαν ~. Στα θερμοκήπια τα λαχανικά αναπτύσσονται ~. [1α: αρχ. πρώιμος• 1β, 2: λόγ. σημδ. γερμ. frühzeitig & γαλλ. prématuré]
Και στο λήμμα όψιμος:
ANT πρώιμος. 1. που γίνεται αργά, στο τέλος της κανονικής περιόδου. α. (για καρπό φυτών) που ωρίμασε αργά: Όψιμα φρούτα / λαχανικά. || (για φυτό) που οι καρποί του ωριμάζουν αργά: Mια όψιμη κερασιά. β. (για φυσιολογική κατάσταση ή λειτουργία) που εκδηλώθηκε πολύ αργά, με καθυστέρηση: ~ χειμώνας. Όψιμη οδοντοφυΐα. Όψιμο ξύπνημα του ερωτικού ενστίκτου. γ. (για ανθρώπινη ενέργεια) που έγινε πολύ αργά: Όψιμη σπορά. Όψιμο ενδιαφέρον για τα προβλήματα της τοπικής αυτοδιοίκησης, που εκδηλώθηκε αργά. Όψιμοι αγωνιστές της ελευθερίας. 2. που ανήκει στο τελευταίο τμήμα μιας χρονικής περιόδου: H όψιμη αρχαιότητα. O ~ μεσαίωνας. Tα όψιμα ρωμαϊκά / βυζαντινά χρόνια.
Νομίζω ότι το ΛΚΝ καλύπτει αυτές τις χρήσεις ικανοποιητικά (τρόπος του λέγειν, τέτοια ικανοποίηση να τη βράσω). Μου γεννιούνται τα παρακάτω ερωτηματικά, ωστόσο:
- Το early warning system είναι σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης ή σύστημα πρώιμης προειδοποίησης;
- Τα early diagnosis και early detection of cancer είναι πρώιμη ή έγκαιρη διάγνωση / ανίχνευση του καρκίνου;
- Το early registration θα το πούμε πρώιμη εγγραφή;
- Το «The early bird catches the worm» μπορούμε να συνεχίζουμε να το μεταφράζουμε «Το πρωινό πουλί πιάνει το σκουλήκι»;
- Μήπως και το during early pregnancy θα γίνει «κατά την πρώιμη κύηση» αντί τού «κατά την έναρξη της κύησης»;
- Στην πρόταση «Η πρώιμη ανάπτυξη του εμβρύου ξεκινάει μετά τις 10 εβδομάδες από την κλινική έναρξη της εγκυμοσύνης» πώς θα είμαστε βέβαιοι ότι δεν πρόκειται για πρόωρη ανάπτυξη;
- Τους πρωτανθρώπους (early men) επιτρέπεται να τους λέμε και «πρώιμους ανθρώπους»;
- Γιατί αγνοεί το ΛΚΝ ότι το ύστερος ανταγωνίζεται το όψιμος στις μεταφράσεις του late (με τη σημασία «που ανήκει στην τελευταία φάση μιας χρονικής περιόδου»);
Ιδού το ύστερος του ΛΚΝ:
ύστερος -η -ο [ísteros] E5 : 1.(λόγ.) που ακολουθεί, κατοπινός, επόμενος: Ύστερη σκέψη. Σε υστερότερους χρόνους. (έκφρ.) εκ των υστέρων, κατόπιν, αφού συμβεί ή πραγματοποιηθεί κτ. ANT εκ των προτέρων: Eκ των υστέρων είναι εύκολο να κάνεις κριτική. 2. (λογοτ.) τελευταίος, στερνός: Tο ύστερο φιλί. ύστερα* EΠIPP. [λόγ. < αρχ. ὕστερος]
Και το ύστερος του ΛΝΕΓ:
ύστερος, -η, -o αυτός που είναι μεταγενέστερος, αυτός που ακολουθεί ή έρχεται στο τέλος, τελευταίος στη σειρά: ύστερη περίοδος / ύστερος καπιταλισμός / ΣΥΝ. κατοπινός, επόμενος ΦΡ. (α) εκ των υστέρων έπειτα από κάτι που έχει προηγηθεί. αφού έχει ήδη διαπραχθεί: ~ αναγνωρίζει το λάθος του ΣΥN. (λατ.) a posteriori ΑΝΤ. εκ των προτέρων (β) τα ύστερα τού κόσμου οι τελευταίες μέρες τού κόσμου, η συντέλεια.
Τι λέμε εναλλακτικά όταν δεν θέλουμε να πούμε «πρώιμος»;
in the early 17th century = στις αρχές του 17ου αιώνα
from Ancient Greece to early Christianity = από την αρχαία Ελλάδα μέχρι τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους
The printing revolution in early Modern Europe = Η τυπογραφική επανάσταση στις απαρχές της νεότερης Ευρώπης
The power of fantasy in early learning = Η δύναμη της φαντασίας στα πρώτα χρόνια της μάθησης
(όλα αυτά, από τίτλους βιβλίων)
Και πρώτη Αναγέννηση (primo Rinascimento, Première Renaissance, δικαιώνεται ο Μπερλής με το «πρώτο ΕΑΜ»), πρωτοαναγεννησιακή εποχή, απαρχές της Αναγέννησης.
Με λίγα λόγια: το «πρώιμος» είχε μια σαφέστατη σημασία, ίδια με το πρόωρος, και, επειδή δεν βρήκαμε καλύτερη λέξη για το αγγλικό early, δώσαμε στο «πρώιμος» τη σημασία τού «πρώτος, αρχικός, της πρώτης περιόδου». Το ίδιο κάναμε στην άλλη άκρη του φάσματος με το «όψιμος».
Ο ευαίσθητος μεταφραστής κάνει πως δεν βλέπει τις χιλιάδες τα (επίσημα) ευρήματα και μεταφράζει με ό,τι του βρίσκεται πιο πρόχειρο; Ή αφήνει να τον συμπαρασύρει το κύμα; Και μέχρι ποιο σημείο; Θα φτάσει να γράφει για «πρώιμες ημέρες της κινητής τηλεφωνίας»; Και δεν θα πρέπει να ζητήσει να ενημερωθούν και τα λεξικά;
Προς το παρόν, θα ζητήσω να μη μου αλλάξουν την παροιμία «Τα στερνά τιμούν τα πρώτα». Μη μου την κάνουν «Τα όψιμα τιμούν τα πρώιμα»!