SBE
¥
Να μπει στο ΛΚΝ η λέξη ντάνα, και η λέξη αμελλητί (ίσως και να βγει η λέξη 'αμελητί'...)
ντάνα όπως λέμε μια ντάνα κρασί; Μια ντάνα ψωμιά;
Last edited by a moderator:
Να μπει στο ΛΚΝ η λέξη ντάνα, και η λέξη αμελλητί (ίσως και να βγει η λέξη 'αμελητί'...)
Το ποστάρισες τελικά, δεν άντεξες!
Αν μιλάμε γενικά για τα -γενής (no pun intended), εμένα δεν μου κάθεται καλά ούτε η ερωτογενής ζώνη.Από την άλλη, κοιτάζω χρήσεις αυτών των επιθέτων και δεν βρίσκω ούτε μία που να μου κάθεται καλά.
Λίρα εκατό ο Γκαλέτι... ...ο Κατσουράνης λίρα εκατό για την Μπενφίκα...
Ενίσταμαι, Δρ, για τη δυσμενή μεταχείριση που υφίσταται η ομάδα μου! Εντάξει ο Γκαλέτι για σας, αλλά ο Κ. μόνο για τη Μπενφίκα ήταν λίρα εκατό;:)
H φράση «λίρα εκατό» συνηθίζεται πολύ και στη σλανγκ τού εμπορίου (ίσως μάλιστα —αυτό πιστεύω προσωπικά—, από εκεί να ξεκίνησε) δηλώνοντας τον αξιόπιστο, εχέγγυο [ΣτΖ: Γιατί το ΛΚΝ δίνει μόνο το ουσ. (το) εχέγγυο, κι όχι και το επίθετο;] επιχειρηματία ή επαγγελματία, αυτόν που μπορείς να τον εμπιστευτείς ότι θα πληρώσει ή αποδώσει τα υπεσχημένα.Η άκλιτη φράση λίρα εκατό συνηθίζεται στους αθλητικούς χώρους για να περιγράψει κάτι ποιοτικά ανώτερο. Η προέλευσή της δεν είναι σαφής. Στο σχετικό λήμμα στο slang.gr δίνεται ο ορισμός ατόφια καλό/χρήσιμο και υπάρχει επίσης το εξής σχόλιο:
Η φράση ενίοτε συνεχίζεται και ως εξής: "Λίρα εκατό, παλαιάς κοπής μάλιστα!"Η άποψη αυτή φαίνεται να περιέχει μια αντίφαση, καθώς η έκφραση «παλαιάς κοπής» αφορά τις λίρες Αγγλίας (όπως φαίνεται από το σχετικό δελτίο τιμών που καταρτίζει η Τράπεζα της Ελλάδος).
Πιθανότατα η φράση αναφέρεται στην τουρκική χρυσή λίρα και όχι στην βρετανική λίρα (sovereign) που δεν είχε πάνω αποτυπωμένη αριθμητική αξία.
1 χρυσή τουρκική λίρα ισοδυναμούσε με 100 γρόσια (διαφοροποιούνταν αναλόγως κατά καιρούς) και πιθανόν σε αυτήν την αναλογία να οφείλεται η επικράτηση της φράσης.
Ίσως επειδή οι περισσότεροι χρησιμοποιούν το «φερέγγυος». Μια ματιά στο διαδίκτυο μού έδειξε πολύ λίγα ευρήματα για το επίθετο. Από την άλλη, τα άλλα τρία λεξικά (ΛΝΕΓ, Μείζον, Κριαράς) κρατούν και το επίθετο....δηλώνοντας τον αξιόπιστο, εχέγγυο [ΣτΖ: Γιατί το ΛΚΝ δίνει μόνο το ουσ. (το) εχέγγυο, κι όχι και το επίθετο;] επιχειρηματία ή επαγγελματία, αυτόν που μπορείς να τον εμπιστευτείς ότι θα πληρώσει ή αποδώσει τα υπεσχημένα.
...1 χρυσή τουρκική λίρα ισοδυναμούσε με 100 γρόσια (διαφοροποιούνταν αναλόγως κατά καιρούς)...
Γενικά η προσθήκη του χαρακτηρισμού «παλαιάς κοπής» σε κάτι που σχετίζεται με λίρες λειτουργεί επιτατικά, τονίζει (ακόμη περισσότερο) την αξία. Δεν είναι υποχρεωτικό να συνδέεται με την προέλευση της συγκεκριμένης φράσης.Δεν είναι καθόλου απίθανο να υπήρξε η έκφραση (μία) λίρα (=) εκατό (γρόσια) που εμπλουτίστηκε αργότερα (ίσως πρόσφατα) με τα περί «παλαιάς κοπής».
Γενικά η προσθήκη του χαρακτηρισμού «παλαιάς κοπής» σε κάτι που σχετίζεται με λίρες λειτουργεί επιτατικά, τονίζει (ακόμη περισσότερο) την αξία. Δεν είναι υποχρεωτικό να συνδέεται με την προέλευση της συγκεκριμένης φράσης.