metafrasi banner

ginormous = τεράστιος, πελώριος, θεόρατος, μεγιστοτεράστιος

nickel

Administrator
Staff member
Προφέρεται [dʒaɪˈnɔː(ɹ)məs] (τζαϊνόρμες), προέρχεται από συνδυασμό του gigantic και του enormous, κυκλοφορεί περισσότερα χρόνια κι από μένα (το είχε ο Partridge σε λεξικό της σλανγκ τού 1948), είναι δηλαδή πολύ παλιότερο κι από το humongous.

Εκτός από τα κοινότατα τεράστιος, πελώριος, θεόρατος (και το σπάνιο τεραστιοτεράστιος) έχουμε κάτι πιο γλαφυρό για τέτοια επίθετα; Ή να φτιάξουμε;


Πολλά παραδείγματα χρήσης:
http://www3.merriam-webster.com/opendictionary/newword_search.php?word=ginormous
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Γιγατεράστιος, γιγαθεώρατος, γιγαπελώριος, γιγαντοτεράστιος, γιγαντοπελώριος.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Πριν αρχίσουμε να φτιάχνουμε καινούργια πράγματα, να προσθέσω επίσης μερικά του λεξικού: γιγάντιος, δρακόντειος, υπερμεγέθης, απέραντος (The Internet Is really ginormous), τιτάνιος, απύθμενος, αχανής.

Edit: Δεν παίζω, αρχίσατε χωρίς εμένα... Ορίστε κι εγώ:

χιλιοθεόρατος, υπεραχανής, μεγαπελώριος, τιτανογιγάντιος, συνθετοτεράστιος, υπερμεγαλειώδης, γιγαντοδρακόντειος, μυριομέγαλος
 

daeman

Administrator
Staff member
Γιγατεράστιος, [...] γιγαντοτεράστιος, [...].

+1 λόγω πιστότητας στο πρωτότυπο [και προσωπικούς, ίσως, συνειρμούς εξαιτίας τής διαδεδομένης χρήσης του γίγα- (και του τέρα-) λόγω εκτεταμένης όσμωσης από την πληροφορική] κι επειδή δεν μπορώ τώρα να σκαρφιστώ καμιά χιουμοριστική εξυπνάδα.:eek: με τέτοια ζέστη (40 υπό σκιά χτυπάει σήμερα εδώ). Άσε που πριν πέσει ο ήλιος συνήθως υπολειτουργεί το ρημάδι μου...
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Το γιγατεράστιος το έχω ήδη χρησιμοποιήσει σε υπότιτλο.
 

nickel

Administrator
Staff member
Μόνο τα σύνθετα με «γιγαντο-» γίνονται δεκτά σ' αυτή την περίπτωση, και όχι με «γιγα-», όσο κι αν είναι μια συλλαβή πιο οικονομικά. Τα «γιγα-» είναι καλά για γιγαμπάιτ, γιγάκυκλους, γιγαχέρτς και λοιπά των επιστημών.
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Δεν συμφωνώ ότι το γιγα- κάνει μόνο για γιγαμπάιτ, γιγαχέρτς και τα τοιαύτα. Μια χαρά μπορεί να μπει και μπροστά σε κάποια άλλη λέξη, που ούτως ή άλλως είναι λεξιπλασία.
 

nickel

Administrator
Staff member
Θα επιμείνω. Προς το παρόν, θα επικαλεστώ τα λεξικά (ΛΚΝ, που αντιγράφεται εύκολα), για να μην περιορίζομαι στο προσωπικό αισθητήριο:

γιγα- : (φυσ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις (συχνά με β' συνθετικό λέξη μη προσαρμοσμένη στο κλιτικό σύστημα της νέας ελληνικής) που δηλώνουν μονάδα μέτρησης ενός φυσικού μεγέθους η οποία αποτελείται από ένα δισεκατομμύριο μονάδες της τάξης που δηλώνει το β' συνθετικό· (πρβ. νανο- 2): γιγαμπάιτ, γιγαχέρτς, γιγαβόλτ: Ένα γιγαβόλτ ισοδυναμεί με ένα δισεκατομμύριο βολτ. [λόγ. < διεθ. giga- < θ. του αρχ. γίγα(ς) ως α' συνθ.: γιγα-μπάιτ < αγγλ. gigabyte]

γιγαντο- [jiγando] & γιγαντό- [jiγandó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & γιγαντ- [jiγand], σε παλαιότερη σύνθεση όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: I. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό έχει πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις από όσες έχει συνήθ. ή κανονικά: γιγαντοαφίσα· γιγανταιώρημα· γιγαντόσωμος. || (επιστ.) γιγαντοκύτταρο, γιγαντόλιθος· γιγαντοπίθηκος. II. με αναφορά στους γίγαντες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: γιγαντομαχώ, γιγαντομαχία. [λόγ. < αρχ. γιγαντ(ο)- < θ. γιγαντ- του ουσ. γίγας -ο- ως α' συνθ.: αρχ. γιγαντο-μαχία & διεθ. gigant(o)- < αρχ. γιγαντ(ο)-: γιγαντο-πίθηκος < νλατ. gigantopithecus]

τερα- [tera] : (φυσ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις (συχνά με β' συνθετικό λέξη μη προσαρμοσμένη στο κλιτικό σύστημα της νέας ελληνικής) που δηλώνουν μονάδα μέτρησης ενός φυσικού μεγέθους η οποία αποτελείται από ένα τρισεκατομμύριο μονάδες της τάξης που δηλώνει το β' συνθετικό· (πρβ. πικο-): τεραμπάιτ: Ένα τεραμπάιτ ισοδυναμεί με ένα τρισεκατομμύριο μπάιτ. [λόγ. < διεθ. tera- θ. του αρχ. τέρα(ς) ως α' συνθ.: τερα-μπάιτ < αγγλ. terabyte]

τερατο- [terato] & τερατό- [terató], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & τερατ- [terat], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσ. τέρας ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά: 1. στην ανώμαλη ανάπτυξη εμβρύου: τερατογένεση, τερατογονία, τερατογόνος. || τερατόμορφος, τερατομορφία. || σε υπερβολικά άσχημη κατασκευή: τερατούργημα. 2. (μτφ.) στην εξιστόρηση απίθανων πραγμάτων: τερατολόγος, τερατολογία. [λόγ.: 2: αρχ. τερατο- θ. τερατ- του ουσ. τέρας -ο- ως α' συνθ.: αρχ. τερατο-λογία· 1: & γαλλ. térato- < αρχ. τερατο-: ελνστ. τερατο-γονία, τερατο-γένεσις < γαλλ. tératogenèse]
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Παράπλευρη παρατήρηση (πιθανότατα χωρίς καμία ιδιαίτερη σημασία): οι σύνθετες λέξεις (συχνά με β' συνθετικό λέξη μη προσαρμοσμένη στο κλιτικό σύστημα της νέας ελληνικής) που συνδέονται με τα γιγα-, τερα- κλπ είναι συνήθως μονοσύλλαβες ή το πολύ δισύλλαβες. Πέρα από τα -μπεκερέλ για την εκπομπή ραδιενέργειας και τα -καντέλα (ή -κηρία) για το φωτισμό δεν θυμάμαι «σε πρώτη ζήτηση» άλλες τρισύλλαβες μονάδες μέτρησης.
 

nickel

Administrator
Staff member
Καλημέρα και καλή Κυριακή. Στα ήδη υπάρχοντα, ξεχάσαμε να αναφέρουμε το κολοσσιαίος (με «ι», όπως γιγαντιαίος, βαθμιαίος, κατακλυσμιαίος, ποσοστιαίος, τριμηνιαίος). Ο τύπος κολοσσαίος είναι νεότερος και θα τον χρησιμοποιούσα μόνο για το Κολοσσαίο της Ρώμης. Το οποίο δεν είναι «το *Κολοσσιαίο».
 
κολοσσιαίος (με «ι», όπως γιγαντιαίος, βαθμιαίος, κατακλυσμιαίος, ποσοστιαίος, τριμηνιαίος). Ο τύπος κολοσσαίος είναι νεότερος και θα τον χρησιμοποιούσα μόνο για το Κολοσσαίο της Ρώμης. Το οποίο δεν είναι «το *Κολοσσιαίο».

Δεν ξέρω πόσο κολλάνε...
Κολοσσαείς / Colossians
τοις εν Κολοσσαίς αγίοις και πιστοίς αδελφοίς εν Χριστώ
Κολοσσαί (-ές), Colossae
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Να προσθέσω και το πηχυαίος. Από το ΛΚΝ:
πηχυαίος -α -ο [pixiéos] Ε4 : 1. που έχει μήκος έναν πήχη. 2. (μτφ.) που είναι πολύ μεγάλος, τεράστιος: Πηχυαίοι τίτλοι εφημερίδων.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Τα μεγιστοτεράστιος (η κυρίως πρότασή μου για εδώ), υπερτεράστιος, υπερμέγιστος πάντως είναι ήδη διαδεδομένα.
 

nickel

Administrator
Staff member
Από τους νεολογισμούς, το μεγιστοτεράστιος αξίζει να μπει και στον τίτλο. Να, μπήκε!
 
Top