Αφού χθες πήγαμε στην Μαλακάσα και γυρίσαμε άπρακτοι (καταραμένο χαλάζι), είπαμε να επισκεφτούμε το ΝΜΑ. Λοιπόν, το επιχείρημα ότι δεν είχαμε πού να στεγάσουμε τα μάρμαρα καταρρίφθηκε. Τώρα μόνο μη μας ρωτήσουν πόσο θα τα προσέχουμε εκεί που τα βάλαμε.
Τα αγάλματα και οι επιγραφές βρίσκονται διάσπαρτα σε διάφορα σημεία της αίθουσας, ανάλογα με το μνημείο στο οποίο ανήκαν, ενώ σε προθήκες βρίσκονται τα μικροαντικείμενα. Οι Καρυάτιδες είναι στημένες όλες μαζί σ' ένα βάθρο. Υποτίθεται πως αυτά τα πράγματα άντεξαν δυόμισι χιλιάδες χρόνια και πρέπει να τα προσέχουμε, αλλά όπως λέει κι ένας φίλος, οι Έλληνες είναι ένας λαός χωρίς ελπίδα κι όποιος πιστεύει το αντίθετο ζει σε λάθος σύννεφο.
Χθες το Μουσείο είχε πολλούς επισκέπτες. Που άγγιζαν τις Καρυάτιδες μία-μία κι έβγαζαν φωτογραφίες με φλας, παρά τις συνεχείς ανακοινώσεις από τα μεγάφωνα. Επίσης είχε δυο-τρεις φύλακες σε κάθε όροφο, οι οποίοι χαχάνιζαν σε πηγαδάκια στις γωνίες αδιαφορώντας για τον πανικό που επικρατούσε. Το αποκορύφωμα ήρθε στην αίθουσα των γλυπτών του Παρθενώνα. Αφού εγώ έκραξα μια Αμερικανίδα, που παρακολουθούσε το παιδί της να πιάνει και με τα δυο του χέρια το πόδι του αλόγου απ' το αέτωμα, ακούσαμε φωνές λίγο πιο πέρα. Μια κυρία φώναζε σ' έναν μεσήλικα, που χτυπούσε με τη γροθιά του τη ζωφόρο. Πώς χτυπάμε το ξύλο για να δούμε αν είναι κούφιο; Έτσι. Την αυθεντική ζωφόρο, όχι το εκμαγείο. Η κυρία φώναζε, ο άλλος αντί να σκύψει το κεφάλι και να φύγει προσπαθούσε να αμυνθεί («εντάξει πια, τι έκανα;») κι οι φύλακες πουθενά.
Μια φίλη μου έριξε την ιδέα του ηλεκτροφόρου φράχτη. Εγώ πάλι λέω πως, αν δεν μπορείς να τα προστατεύσεις αξιοπρεπώς, άφησέ τα εκεί που βρίσκονται. Μπήκα στο Μουσείο γεμάτη χαρά και βγήκα ένα κουβάρι νεύρα.