Τι μπέρδεμα κι αυτό! Από ένα στείβω ξεκίνησαν όλα και δεν μπόρεσε το κακόμοιρο να μείνει στη γλώσσα μέχρι σήμερα — κι ας προσπαθεί ο Μπαμπινιώτης.
Το αρχαίο στείβω σήμαινε ποδοπατώ. Οι «στειβόμεναι οδοί» του Ξενοφώντα ήταν τα μονοπάτια (beaten paths / tracks). Από τη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ– βγήκε ο στίβος, δηλ. η πεπατημένη στην αρχική της σημασία και, στα νεότερα χρόνια, το πατημένο, το ισοπεδωμένο, κομμάτι του σταδίου για τους αγώνες (track). Από το ίδιο στιβ– και ο στιβαρός (robust), που δεν έχει αλλάξει σημασία από τον καιρό του Ομήρου, και το στίφος: πυκνή παράταξη (close array) στους αρχαίους, στίφη βαρβάρων (swarms, hordes) σήμερα.
Αλλά από εκεί (από τη σημασία «συμπιέζω») είναι και η στιβάδα. Η αρχαία στιβάς περιέγραφε υλικά όπως άχυρα ή φύλλα συμπιεσμένα σε ένα στρώμα (LSJ: bed of straw, rushes, or leaves, whether strewn loose or stuffed into a mattress; mattress), ενώ σήμερα η στιβάδα περιγράφει ένα πυκνό στρώμα (layer). Χρησιμοποιείται συχνά στην ιατρική ορολογία, γι’ αυτό δίνω μερικές αντιστοιχίες:
Η χιονοστιβάδα (avalanche) έχει ιστορία 150 χρόνων. Αντιγράφω το λήμμα χιονοστιβάς από την ΜΕΕ του 1930 (περίπου): Στιβάς εκ χιόνος. Διά του όρου τούτου ερμηνεύουσί τινες τον αγγλικό «snow-rollers», ον άλλοι μεν αποδίδουσι δια του όρου χιονοκύλινδρος, άλλοι δε, μη δεχόμενοι παντελώς τον όρον χιονοστιβάς, αντικαθιστώσι τούτον διά των όρων χιών παρασυρομένη και χιών συσσωρευομένη.
Μπερδευτήκατε; Κι εγώ. Στο OED, snow roller = a cylinder of snow formed by the action of the wind rolling it along. Ίσως πάλι να ήθελαν να περιγράψουν το snowdrift.
Δεν έψαξα να βρω από πότε, σίγουρα πάντως στα μεταπολεμικά χρόνια, χιονοστιβάδα είναι η κατολίσθηση χιονιού. Δεν είναι όμως μόνο avalanche (μαζί με τις μεταφορικές σημασίες). Υπάρχουν και οι χιονόμπαλες των μικιμάους (μυθικές, γιατί δεν υπάρχουν σαν φυσικό φαινόμενο), που κυλούν στην πλαγιά και όλο μεγαλώνουν. Το ρήμα snowball = παίρνω διαστάσεις χιονοστιβάδας. Το snowball effect μεταφράζεται φαινόμενο της χιονοστιβάδας. Και αντίστροφα. Το avalanche effect έχει σχέση με ηλεκτρολογία και κρυπτογραφία. Δεν υπάρχει το «φαινόμενο της χιονοστιβάδας» σε ελληνοαγγλικά λεξικά, αλλά σε καλό ελληνογαλλικό που βλέπω σαν μετάφρασμα το phénomène de l’avalanche, να επισημάνω ότι το σωστό είναι effet boule de neige.
Με μετάπτωση, όπως το αμείβω έδωσε την αμοιβή, το στείβω έδωσε την αρχαία στοιβή, η στοιβή το στοιβάζω (stack, pile (up) | cram, squeeze | stow) και το στοιβάζω τη νεότερη στοίβα (stack, pile, heap) και παράγωγα όπως στοίβαγμα (stacking αλλά και cramming, crowding), στοιβαδόρος (stacker) και την περίφημη στοιβασία (stowage) στα πλοία, την οποία όμως αγνοούν τα γνωστά ελληνικά λεξικά.
Όπως λοιπόν είπα στην αρχή, μας έδωσε όλα τα παραπάνω το ρήμα στείβω και χάθηκε το ίδιο στη διαδρομή (σε σημείο που ο διορθωτής μου, κάθε που γράφω στείβω το διορθώνει αυτόματα σε στρίβω!). Επηρεάστηκε, λένε οι ετυμολόγοι, από ένα άλλο ρήμα, το στύφω (στην παρέα του τα στυφός, στυπτικός, στυπτηρία, στύψη) και τώρα το γράφουμε στύβω (squeeze a lemon | wring the clothes | στύβω το μυαλό μου, rack my brains). Λίγα από τα παραπάνω είχα πει παλιότερα στη στυμμένη λεμονόκουπα.
Στην ίδια παρέα και το στύψιμο. Το ΛΝΕΓ γράφει στείβω, έστειψα, στειμμένος, στείψιμο, αλλά δύσκολα φαίνεται θα αναστηθεί η παλιά ορθογραφία. Ίσως και να μη χρειάζεται. Άλλαξε άλλωστε η σημασία της λέξης από το «ποδοπατώ» και δύσκολα θα δει κανείς τη σχέση με το στίβο, τη στιβάδα ή τη στοίβα.
Δείτε όμως ένα άλλο μπέρδεμα. Διαβάζω στο Μείζον, στη στιβάδα: σύνολο ομοειδών πραγμάτων που σχηματίζουν ένα πυκνό στρώμα: στιβάδα χιονιού. Παρόμοιο στο ΛΚΝ: πυκνό και παχύ στρώμα ύλης: Στιβάδες χιονιού. Και υποψιάζομαι ότι εννοούν στοιβαγμένο χιόνι. Να είναι ίδιο με το μπέρδεμα που διαπιστώνω και σε πολλά ελληνοαγγλικά λεξικά; Έτσι στον Σταυρόπουλο βλέπω στιβάδες βιβλία και στιβάδες παλιόχαρτα. Σε άλλα, στιβάδες χιονιού ή στιβάδες βιβλία. Τέτοιες χρήσεις (εκτός από εκείνη με το χιόνι) δεν βλέπω σε ελληνικά λεξικά ή στο διαδίκτυο. Πρόκειται για μπέρδεμα με τη στοίβα ή λεγόταν κάποτε έτσι; Δεν θα έπρεπε να γράφεται στοιβάδα, που λημματογραφεί το ΛΝΕΓ (1. η στοίβα. 2. (εσφαλμ.) η στιβάδα) και χρησιμοποιούν στο διαδίκτυο;
Αν κάποιος ξένος διαβάσει το παρακάτω σχόλιο στο Ορθογραφικό, θα έχει δίκιο να πει «Είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμιοί»:
Το αρχαίο στείβω σήμαινε ποδοπατώ. Οι «στειβόμεναι οδοί» του Ξενοφώντα ήταν τα μονοπάτια (beaten paths / tracks). Από τη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ– βγήκε ο στίβος, δηλ. η πεπατημένη στην αρχική της σημασία και, στα νεότερα χρόνια, το πατημένο, το ισοπεδωμένο, κομμάτι του σταδίου για τους αγώνες (track). Από το ίδιο στιβ– και ο στιβαρός (robust), που δεν έχει αλλάξει σημασία από τον καιρό του Ομήρου, και το στίφος: πυκνή παράταξη (close array) στους αρχαίους, στίφη βαρβάρων (swarms, hordes) σήμερα.
Αλλά από εκεί (από τη σημασία «συμπιέζω») είναι και η στιβάδα. Η αρχαία στιβάς περιέγραφε υλικά όπως άχυρα ή φύλλα συμπιεσμένα σε ένα στρώμα (LSJ: bed of straw, rushes, or leaves, whether strewn loose or stuffed into a mattress; mattress), ενώ σήμερα η στιβάδα περιγράφει ένα πυκνό στρώμα (layer). Χρησιμοποιείται συχνά στην ιατρική ορολογία, γι’ αυτό δίνω μερικές αντιστοιχίες:
- κυτταρική στιβάδα = cell layer
- διαυγής στιβάδα του δέρματος = stratum lucidum, clear layer
- κεράτινη στιβάδα = (stratum) corneum
- κοκκιώδης στιβάδα της παρεγκεφαλίδας = granular layer
- χρωστική στιβάδα του αμφιβληστροειδούς = pigmented layer of retina
- μονοστιβάδα = monolayer
- πολύστιβος = stratified
- η στιβάδα του όζοντος, the ozone layer
- τα ηλεκτρόνια της εξωτερικής στιβάδας = the electrons of the outer layer (of an atom)
Η χιονοστιβάδα (avalanche) έχει ιστορία 150 χρόνων. Αντιγράφω το λήμμα χιονοστιβάς από την ΜΕΕ του 1930 (περίπου): Στιβάς εκ χιόνος. Διά του όρου τούτου ερμηνεύουσί τινες τον αγγλικό «snow-rollers», ον άλλοι μεν αποδίδουσι δια του όρου χιονοκύλινδρος, άλλοι δε, μη δεχόμενοι παντελώς τον όρον χιονοστιβάς, αντικαθιστώσι τούτον διά των όρων χιών παρασυρομένη και χιών συσσωρευομένη.
Μπερδευτήκατε; Κι εγώ. Στο OED, snow roller = a cylinder of snow formed by the action of the wind rolling it along. Ίσως πάλι να ήθελαν να περιγράψουν το snowdrift.
Δεν έψαξα να βρω από πότε, σίγουρα πάντως στα μεταπολεμικά χρόνια, χιονοστιβάδα είναι η κατολίσθηση χιονιού. Δεν είναι όμως μόνο avalanche (μαζί με τις μεταφορικές σημασίες). Υπάρχουν και οι χιονόμπαλες των μικιμάους (μυθικές, γιατί δεν υπάρχουν σαν φυσικό φαινόμενο), που κυλούν στην πλαγιά και όλο μεγαλώνουν. Το ρήμα snowball = παίρνω διαστάσεις χιονοστιβάδας. Το snowball effect μεταφράζεται φαινόμενο της χιονοστιβάδας. Και αντίστροφα. Το avalanche effect έχει σχέση με ηλεκτρολογία και κρυπτογραφία. Δεν υπάρχει το «φαινόμενο της χιονοστιβάδας» σε ελληνοαγγλικά λεξικά, αλλά σε καλό ελληνογαλλικό που βλέπω σαν μετάφρασμα το phénomène de l’avalanche, να επισημάνω ότι το σωστό είναι effet boule de neige.
Με μετάπτωση, όπως το αμείβω έδωσε την αμοιβή, το στείβω έδωσε την αρχαία στοιβή, η στοιβή το στοιβάζω (stack, pile (up) | cram, squeeze | stow) και το στοιβάζω τη νεότερη στοίβα (stack, pile, heap) και παράγωγα όπως στοίβαγμα (stacking αλλά και cramming, crowding), στοιβαδόρος (stacker) και την περίφημη στοιβασία (stowage) στα πλοία, την οποία όμως αγνοούν τα γνωστά ελληνικά λεξικά.
Όπως λοιπόν είπα στην αρχή, μας έδωσε όλα τα παραπάνω το ρήμα στείβω και χάθηκε το ίδιο στη διαδρομή (σε σημείο που ο διορθωτής μου, κάθε που γράφω στείβω το διορθώνει αυτόματα σε στρίβω!). Επηρεάστηκε, λένε οι ετυμολόγοι, από ένα άλλο ρήμα, το στύφω (στην παρέα του τα στυφός, στυπτικός, στυπτηρία, στύψη) και τώρα το γράφουμε στύβω (squeeze a lemon | wring the clothes | στύβω το μυαλό μου, rack my brains). Λίγα από τα παραπάνω είχα πει παλιότερα στη στυμμένη λεμονόκουπα.
Στην ίδια παρέα και το στύψιμο. Το ΛΝΕΓ γράφει στείβω, έστειψα, στειμμένος, στείψιμο, αλλά δύσκολα φαίνεται θα αναστηθεί η παλιά ορθογραφία. Ίσως και να μη χρειάζεται. Άλλαξε άλλωστε η σημασία της λέξης από το «ποδοπατώ» και δύσκολα θα δει κανείς τη σχέση με το στίβο, τη στιβάδα ή τη στοίβα.
Δείτε όμως ένα άλλο μπέρδεμα. Διαβάζω στο Μείζον, στη στιβάδα: σύνολο ομοειδών πραγμάτων που σχηματίζουν ένα πυκνό στρώμα: στιβάδα χιονιού. Παρόμοιο στο ΛΚΝ: πυκνό και παχύ στρώμα ύλης: Στιβάδες χιονιού. Και υποψιάζομαι ότι εννοούν στοιβαγμένο χιόνι. Να είναι ίδιο με το μπέρδεμα που διαπιστώνω και σε πολλά ελληνοαγγλικά λεξικά; Έτσι στον Σταυρόπουλο βλέπω στιβάδες βιβλία και στιβάδες παλιόχαρτα. Σε άλλα, στιβάδες χιονιού ή στιβάδες βιβλία. Τέτοιες χρήσεις (εκτός από εκείνη με το χιόνι) δεν βλέπω σε ελληνικά λεξικά ή στο διαδίκτυο. Πρόκειται για μπέρδεμα με τη στοίβα ή λεγόταν κάποτε έτσι; Δεν θα έπρεπε να γράφεται στοιβάδα, που λημματογραφεί το ΛΝΕΓ (1. η στοίβα. 2. (εσφαλμ.) η στιβάδα) και χρησιμοποιούν στο διαδίκτυο;
Αν κάποιος ξένος διαβάσει το παρακάτω σχόλιο στο Ορθογραφικό, θα έχει δίκιο να πει «Είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμιοί»:
Last edited: