Στη συγκεκριμένη χρήση, νομίζω ότι το woven σημαίνει απλώς "ύφασμα", με την κανονική σημασία του όρου, δηλαδή ότι έχει υφανθεί σε αργαλειό ή σε ανάλογο μηχάνημα. Όλα τα υφάσματα, δηλαδή, είναι εξ ορισμού woven, σε αντίθεση με τα non-woven, όπως είναι η τσόχα, π.χ.
A woven is a cloth formed by weaving. It only stretches in the bias directions (between the warp and weft directions), unless the threads are elastic. Woven cloth usually frays at the edges, unless measures are taken to counter this, such as the use of pinking shears or hemming. Most cloth in use is woven.
Nonwovens is a fabric like material made from long fibers, bonded together by chemical, mechanical, heat or solvent treatment. The term is used in the textile manufacturing industry to denote fabrics, such as felt, which are neither woven nor knitted.
Άρα, εδώ θα έλεγα:
Βαμβακερό ύφασμα
Ύφασμα ζακάρ από πολυέστερ
Ύφασμα ζακάρ από βισκόζη
Το ζακάρ δείχνει τον τρόπο ύφανσης (με γεωμετρικά ή άλλα σχέδια), το πολυέστερ και η βισκόζη (αλλιώς ρεγιόν, αλλιώς τεχνητό μετάξι) δείχνουν το υλικό.
Σημείωση: Βλέπουμε εδώ ότι θέλουν να αποφύγουν τον όρο "τεχνητό μετάξι" και λένε "φυσική βισκόζη". Η "φυσική" βισκόζη είναι χημικό προϊόν, δεν υπάρχει βισκόζη στη φύση. Υπάρχει κυτταρίνη που μετά από χημική επεξεργασία δίνει το μείγμα που ονομάζεται βισκόζη.
Cellulose from wood or cotton fibres is treated with sodium hydroxide, then mixed with carbon disulfide to form cellulose xanthate, which is dissolved in more sodium hydroxide. The resulting viscose is extruded into an acid bath either through a slit to make cellophane, or through a spinneret to make rayon.