Μια και μιλούσαμε τις προάλλες για τα
ομώνυμα, να δύο αγγλικά (συνεπτυγμένα στις σημασίες που με ενδιαφέρουν):
case (1) 1. περίπτωση 2. πτώση
[από το λατινικό casus, που σήμαινε και «πτώση» (π.χ. του χιονιού) και «περίπτωση» (από το cadere, πέφτω). Από εκεί, μέσω ιταλικών, και το κάζο.]
case (2) 1. θήκη 2. κάσα τυπογραφικών στοιχείων
[από το λατινικό capsa, που σήμαινε θήκη, θύλακος, από ρήμα capere, παίρνω, πιάνω (έχει δώσει πολλές λέξεις, και μια απ’ αυτές είναι προφανώς και η κάψα, όχι η ομώνυμη ζέστη, η άλλη)]
Είναι ενδιαφέρον ότι, όταν έχουμε τον όρο
case-sensitive, ξέρουμε ότι δεν αναφέρεται στη γραμματική πτώση, αλλά στο
upper case και
lower case, την πάνω ή την κάτω κάσα στοιχείων, τα κεφαλαία ή τα πεζά.
Δεν έχουμε ωστόσο στα ελληνικά μία λέξη που να ορίζει διάκριση πεζών-κεφαλαίων. Δεν λέμε, ας πούμε, το ύψος / το μέγεθος / ο χαρακτήρας / η κατηγορία / η μορφή / το είδος / ο τύπος των γραμμάτων, και να καταλαβαίνουμε ότι αναφερόμαστε στη συγκεκριμένη διάκριση. Ούτε λέμε «η κάσα των γραμμάτων». Οπότε δεν μπορούμε να φτιάξουμε μια σύντομη λέξη αντίστοιχη με το
case-sensitive ή το
case sensitivity, ας πούμε
κασευαίσθητος και
κασευαισθησία κατά τα
φωτοευαίσθητος,
φωτοευαισθησία.
Για τον ίδιο λόγο η πρώτη πρόταση της ΕΛΕΤΟ θα ήταν μισερή χωρίς αναφορά στα πεζά-κεφαλαία: το «είδος» δεν ορίζει αυτή τη διάκριση με σαφήνεια. Οπότε καλύτερη η άλλη πρόταση,
διάκριση πεζών-κεφαλαίων, π.χ. [ακόμα ένα]
να τηρείται η διάκριση πεζών-κεφαλαίων.