κοινοδίκαιο
Θα προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί είναι τόσο δύσκολη η σωστή μετάφραση του όρου.
Common law είναι το δίκαιο που επέβαλαν οι Νορμανδοί κατακτητές στους κατακτημένους Αγγλοσάξονες, και το οποίο διαμορφώθηκε μέσα από το δικαστικό προηγούμενο (precedent) με βάση τις αποφάσεις των βασιλικών δικαστηρίων. Ίσχυε σε ολόκληρη την Αγγλία (γι' αυτό ονομάζεται "common") ενώ μέχρι τότε ίσχυαν τοπικοί κανόνες και έθιμα. Το common law αποτελεί τη βάση του αγγλικού δικαίου αλλά στη συνέχεια συμπληρώθηκε από το statute law (δηλαδή τους τυπικούς νόμους) και το σύστημα του equity ("δίκαιο της επιείκειας"--άλλη μια προβληματική απόδοση που τείνει να παγιωθεί).
Από τα παραπάνω αντιλαμβάνεστε ίσως γιατί πολλοί από τους όρους που βρήκε ο zazula δεν είναι σωστοί.
Το εθιμικό δίκαιο (customary law) υπακούει σε άλλους κανόνες. Δεν απορρέει από δικαστικές αποφάσεις αλλά πρόκειται για μια πρακτική που ακολουθείται από αμνημονεύτων ετών με την πεποίθηση ότι αποτελεί κανόνα δικαίου.
Το "αγγλοσαξονικό δίκαιο" είναι ένα κοινό λάθος το οποίο αντιλαμβάνεται μόνο όποιος έχει μελετήσει λίγη ιστορία του αγγλικού δικαίου. Οι Aγγλοσάξονες δεν είχαν common law αλλά δικούς τους κανόνες που διαμορφώνονταν με βάση κυρίως τοπικά έθιμα, επιδράσεις από τους κανόνες γερμανικών και σκανδιναβικών φύλων και κανονικό δίκαιο. Χωρίς το διοικητικό και οργανωτικό δαιμόνιο των Νορμανδών κατακτητών, δεν θα υπήρχε common law.
Γιατί όχι "αγγλικό δίκαιο"; Μα γιατί το common law αποτελεί τη βάση του νομικού συστήματως πολλών άλλων χωρών (κυρίως πρώην αποικιών της Αγγλίας), όπως οι ΗΠΑ, η Αυστραλία, η Κύπρος κ.α.
Το "κοινοδίκαιο" είναι ο όρος που προτιμώ όταν δεν μπορώ να κρατήσω το "common law". Είναι παγιωμένη μετάφραση και δεν προκαλεί σύγχυση, όπως είναι πιθανό να προκαλέσει το "κοινό δίκαιο" που δεν σημαίνει κάτι το συγκεκριμένο.
Παραθέτω και μερικούς πιθανώς χρήσιμους ορισμούς από το Oxford Dictionary of English, 5th ed.
common law 1. The part of English law based on rules developed by the royal
courts during the first three centuries after the Norman Conquest (1066) as a system
applicable to the whole country, as opposed to local customs. The Normans did not
attempt to make new law for the country or to impose French law on it; they were
mainly concerned with establishing a strong central administration and
safeguarding the royal revenues, and it was through machinery devised for these
purposes that the common law developed. Royal representatives were sent on tours
of the shires to check on the conduct of local affairs generally, and this involved
their participating in the work of local courts. At the same time there split off from the body
of advisers surrounding the king (the curia regis) the first permanent royal
court - the *Court of Exchequer, sitting at Westminster to hear disputes
concerning the revenues. Under Henry II (reigned 1154-89), to whom the
development of the common law is principally due, the royal representatives were
sent out on a regular basis (their tours being known as circuits) and their functions
began to be exclusively judicial. Known as justiciae errantes (wandering justices), they
took over the work of the local courts. In the same period there appeared at
Westminster a second permanent royal court, the *Court of Common Pleas. These
two steps mark the real origins of the common law. The judges of the Court of
Common Pleas so successfully superimposed a single system on the multiplicity of
local customs that, as early as the end of the 12th century, reference is found in
court records to the custom of the kingdom. In this process they were joined by the
judges of the Court of Exchequer, which began to exercise jurisdiction in many
cases involving disputes between subjects rather than the royal revenues, and by
those of a third royal court that gradually emerged - the Court of King's Bench (see
COURT OF QUEEN'S BENCH). The common law was subsequently supplemented by
*equity, but it remained separately administered by the three courts of common
law until they and the Court of Chancery (all of them sitting in Westminster Hall
until rehoused in the Strand in 1872) were replaced by the *High Court of Justice
under the Judicature Acts 1873-75. 2. Rules of law developed by the courts as
opposed to those created by statute. 3. A general system of law deriving exclusively
from court decisions. (Oxford Dictionary of Law, 5th ed.)
custom n. A practice that has been followed in a particular locality in such
circumstances that it is to be accepted as part of the law of that locality. In order to
be recognized as customary law it must be reasonable in nature and it must have
been followed continuously, and as if it were a right, since the beginning of legal
memory. Legal memory began in 1189, but proof that a practice has been followed
within living memory raises a presumption that it began before that date. [...]