metafrasi banner

dollop = (γερή, γεμάτη) κουταλιά

Dollop, smidge, schmear

Η ηρωίδα πάει να αγοράσει bagel και δίνει την εξής παραγγελία:

Hi. Can I get an onion bagel, toasted with a dollop of cream cheese?
Not a smidge, not a schmear, a dollop. He's very specific.

Καμία ιδέα από πιο ικανές (ή ικανούς) στην τέχνη της μαγειρικής δοσολογίας;
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Παραδείγματα που μου έρχονται στο μυαλό: μια "ιδέα", ίχνος, λεπτό στρώμα, παχύ στρώμα, σβωλάκι.

Π.χ. 'Οχι ίχνος, ούτε στρώμα, ακριβώς ένα σβωλάκι.
 

nickel

Administrator
Staff member
Πω πω, έπεσα πάνω στο alter ego του Ζάζουλα. Θα γίνω φορτικός...

Σχολική ορθογραφία: σβόλος
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Έχω μια πρόταση. Όταν λέμε "σχολική ορθογραφία", να προσδιορίζουμε ποιου σχολικού έτους είναι. Π.χ. θα λέω εγώ "σβώλος" 1971-72 και όλα εντάξει!
 
Παιδιά, συγγνώμη που θα σας τη "σπάσω"... dollop δεν είναι σε καμία περίπτωση ο σβό(ω)λος, πόσο μάλλον το σβολαράκι... πάντα το έχω στο μυαλό μου σαν "μια μεγάλη κουταλιά" ή κάτι τέτοιο, και πάντα σε σχέση με τη σαντιγύ... (σβολιασμένη;;; yuck!) - για του λόγου το αληθές, http://images.google.gr/images?sour...72&q=dollop of whipped cream&um=1&sa=N&tab=wi
 

nickel

Administrator
Staff member
Μπα, μάλλον εγώ σου την έσπασα που το έβαλα στον τίτλο, γιατί στο συγκεκριμένο κείμενο έκανε διάφορα περίεργα παιχνίδια.

Έχουμε καμιά ωραία λέξη για αυτή την κουταλιά; (Γερή κουταλιά;)
 
Αν κατάλαβα καλά (βάσει των φωτογραφιών που πολύ ευγενικά παρέθεσε η earthoddity) dollop είναι αυτό το "σκατουλάκι" που βάζουν συνήθως από δοχεία που πιέζονται (όπως της σαντιγί και της μουστάρδας), σωστά;
Πάντως, όταν έκανα την επιμέλεια, είδα ότι δεν μου καθόταν καλά στον υπότιτλο ο σβόλος, και το άλλαξα
σε:

...με μια κουταλιά κρέμα τυριού.
Ούτε δύο, ούτε μισή. Μία ακριβώς.
 
Και τελικά, έπειτα από αναζήτηση της λέξης και στα γαλλικά, είδα ότι οι Γάλλοι το μεταφράζουν "bonne cuillerée" που στα ελληνικά νομίζω ότι ταιριάζει το "γερή κουταλιά" (αφού δεν ξέρουμε αν μιλάμε για κουταλιά της σούπας ή του γλυκού).
 
Ναι, τώρα θα συμφωνήσω απόλυτα. Είναι ακριβώς η γερή κουταλιά (της σούπας, βεβαίως!). Χαρακτηριστικό παράδειγμα η σαντιγύ που ρίχνουν οι Αμερικάνοι πάνω από τη κλασική τους μηλόπιτα... yum yum!
 
Έχουμε καμιά ωραία λέξη για αυτή την κουταλιά; (Γερή κουταλιά;)
[ανοίγει το κουτάκι με τις αναμνήσεις] Για την ιστορία, όταν ο παππούς μου μ' έβαζε να του ψήσω καφέ, έλεγε "μία ζάχαρη κοφτή και μία καφέ με κουμούλα". [κλείνει το κουτάκι με τις αναμνήσεις]
Στο ΛΝΕΓ:
κούμουλος: (λαϊκ.) (συνήθ. για δοχείο) αυτός που είναι γεμάτος μέχρι επάνω, που δεν χωρά τίποτε άλλο, που ξεχειλίζει
 

nickel

Administrator
Staff member
Για την ιστορία, όταν ο παππούς μου μ' έβαζε να του ψήσω καφέ, έλεγε "μία ζάχαρη κοφτή και μία καφέ με κουμούλα".
Μια κουταλιά κούμουλη, ένα κοφίνι κούμουλο (=ξέχειλο). Πάει ξεχάστηκαν αυτά. Κανένας δεν τα γράφει στο διαδίκτυο. Δεν ξέρεις πόσα χρόνια είχα να τ' ακούσω. (Καλά, ξέρεις.)
 
Top