Γλωσσολογικές περιπλανήσεις ενός Ελληνοσουηδού
Κάπου υπάρχει μια σχετική πηγή, αλλά αδυνατώ να την ανακαλέσω στη μνήμη μου – συνεπώς και να την παραθέσω. Δε θυμάμαι αν ήταν κείμενο, βίντεο, ή πληροφορία που κάποιος άλλος μου μετέφερε. Ακόμα και το τελευταίο να ισχύει, πάντως, θυμάμαι να αντιλαμβάνομαι αξιοπιστία. Πιθανό να ήταν άρθρο που ψευτοδιάβασα κλεφτά κάπου στο διαδίκτυο εκεί που άλλο πράγμα έψαχνα για κάποια μετάφραση μάλλον και το προσπέρασα απρόθυμα… προθεσμίας καραδοκούσης. (Γενική απόλυτος; Δε γαμιέται!)
Έλεγε, που λέτε, η εν λόγω πηγή («λέω εγώ τώρα»: αυτό κι αν είναι κυριολεκτικός λόγος, που λέμε) ότι ορισμένες γλώσσες είναι (ενίοτε τουλάχιστον) κάπως πιο… κινησιοκεντρικές (επιτρέψτε μου –ελλείψει αναφορών– μια λεξιπλασία). Και σαν ενδεικτική περίπτωση, παρουσίαζε –δε θυμάμαι ακριβώς– ή τα σουηδικά συγκεκριμένα, ή τα σκανδιναβικά γενικότερα.
Το χαρακτηριστικό παράδειγμα που μου 'χει μείνει, πάντως, αφορά, ας πούμε, το σημασιολογικό πεδίο του ρήματος κόβω, έι-κέι-έι cut: Στα σουηδικά, έχουμε ως συνηθέστερα τα skära και klippa (για τα οποία βρίσκω και μια ενδιαφέρουσα συζήτηση στο reddit, σε αναμενόμενα χαλαρό κι ανεξειδίκευτο ύφος), ενώ παίζει επίσης και το hugga (και δεν αποκλείεται να μου διαφεύγουν αυτήν τη στιγμή και τίποτ' άλλα). Μεταξύ αυτών των ρημάτων υπάρχει ειδοποιός διαφορά, και οι σημασίες τους είναι… αλληλοαποκλειόμενες: skära παναπεί κόβω όπως κόβω με το μαχαίρι, κόβω ψωμί, κόβω τούρτα. Στην αυτοπαθή του μορφή (skära sig) σημαίνει κόβομαι (και ψάχνω να βρω γαζαπλάστ – sic, ξέρω). Klippa, πάλι, παναπεί κόβω όπως κόβω με το ψαλίδι, ή και με τον νυχοκόπτη τώρα που το σκέφτομαι, κόβω μαλλιά, κόβω χορτάρι πιο παλιά. Στην αυτοπαθή του μορφή (klippa sig) σημαίνει –προφανώς– κουρεύομαι. Και hugga, τέλος, παναπεί κόβω όπως κόβω με το τσεκούρι, κόβω ξύλα για το τζάκι. Αυτοπαθές, δεν απαντά, αν και δυνητικά είναι θεμιτή η χρήση του σε πιο… ιδιότυπες περιπτώσεις αυτοτραυματισμού (βλ. –Α, δεν πάμε καλά! Τσεκουρώθηκε μόνος του τούτος!).
Προσωπικά, εντωμεταξύ, συμπάσχω πλήρως με τον (Σουηδό) χρήστη που γράφει "My mind just got blown. English only has one word for those two concepts that feel very different for me. and I've been speaking that language for most of my life". Εμένα, για την ακρίβεια, μου 'φυγε ακόμα πιο μακριά το καφάσι, γιατί το ίδιο που λέει αυτός για τ' αγγλικά συμβαίνει και στα ελληνικά. Που δεν είναι απλά μια γλώσσα που μιλάω εδώ και πολλά, πολλά χρόνια· είναι η… κατά σωρευτική διάρκεια χρήσης πρώτη –αν και χρονολογικά δεύτερη– μητρική μου. Δεδομένου συν τοις άλλοις ότι ανέκαθεν είχα ένα χομπίστικο έστω ενδιαφέρον για τα γλωσσικά, ε… ένα σάστισμα όσο να πεις το 'νιωσα, όταν συνειδητοποίησα –έτσι ξαφνικά, μια ωραία πρωία της τρίτης δεκατετραετίας της ζωής μου [σ.σ. πιο συγκεκριμένα δε θυμάμαι καν να σας το τοποθετήσω]– κάτι που σαν να 'χε ως διά μαγείας μείνει αθέατο μπροστά στη μύτη μου ως τότε, «χάιντινγκ ιν πλέιν σάιτ» που λένε και στ' Αμέρικα: ότι δηλαδή δύο πολύ βασικά, καθημερινής χρήσης ρήματα της μιας μητρικής μου δεν είχαν το καθένα την αποκλειστική του αντιστοιχία και στην άλλη.
Κι η «φάση», βέβαια, ήταν ότι οι όροι στους οποίους βρήκα το όλο πράγμα να θεωρητικοποιείται –ότι δηλαδή, στη μία γλώσσα, η κίνηση έχει πολλές φορές μια… σημασιολογική πρωτογένεια, που σαν να απουσιάζει από την άλλη γλώσσα– έβγαζαν πληρέστατο νόημα, και –προφανώς– ταίριαζαν και γάντι με τη χρήση των «εκατέρωθεν» γλωσσών που κι εγώ ο ίδιος είχα βιώσει.
Το γεγονός ότι η σημασιολογική διαφορά μεταξύ skära και klippa έγκειται στην κίνηση που κάνουμε χρησιμοποιώντας το μαχαίρι ή το ψαλίδι, αντίστοιχα, ή –ακριβέστερα ίσως– στην κίνηση που κάνει το μαχαίρι ή το ψαλίδι ως προέκταση του χεριού μας, και όχι στο εργαλείο καθαυτό, το εξηγεί πολύ γλαφυρά άλλος (επίσης Σουηδός) χρήστης του reddit, που επισημαίνει ότι αν πεις [σ.σ. το περίεργο] "Jag skär med saxen", δηλαδή κόβω-όπως-skär, αλλά με το ψαλίδι (med saxen), η νοερή εικόνα που δημιουργείται στον άλλο είναι ότι χρησιμοποιείς μία από τις λεπίδες του ψαλιδιού σαν μαχαίρι!
Κάποιος τρίτος σχολιάζει, αναφορικά με το klippa, ότι υπάρχει το –κοντινό νοηματικά– ρήμα της αγγλικής shear [σ.σ. βλ. σημασία 1d: to cut or trim with shears or a similar instrument], αναγνωρίζοντας βέβαια ότι δεν είναι σε καμία περίπτωση εξίσου κοινό όσο το klippa. Έχει την πλάκα του εντωμεταξύ –σκέφτομαι εγώ συνειρμικά– ότι αν ακολουθήσουμε την ίδια συνταγή στα ελληνικά, και αναζητήσουμε δηλαδή ρήμα που να 'χει διαφανέστατη ετυμολογική συγγένεια –πρώτου βαθμού σαν να λέμε– με το ουσιαστικό που σημαίνει το αντίστοιχο εργαλείο, θα βρούμε το ψαλιδίζω, το οποίο να σ' το πει και να κυριολεκτεί, μόνο μπαρμπέρης! Στη συνείδηση του μέσου ομιλητή της ελληνικής, ελάχιστη σχέση έχει, θαρρώ, με χειροπιαστά ψαλίδια, αφού η χρήση του είναι, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, μεταφορική… Τόσο «ψαλίδι» που 'χει πέσει, εξάλλου, από την κρίση και δώθε, έχει πια αφήσει και λεξικογραφικό αποτύπωμα – βλ. τα πέντε (!) πρώτα παραδείγματα του Χρηστικού:
Αν πάλι το πάμε με βάση τα παραδείγματα χρήσης που έδωσα (κόβω μαλλιά, κόβω χορτάρι), θεωρητικά θα μπορούσε κανείς να προτείνει το κουρεύω, που, παρεμπιπτόντως πλάκα-πλάκα, μια χαρά στέκεται και αντί του ψαλιδίζω σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις χρήσης – ακόμα και ντιπ μεταφορικής. Το κουρεύω, όμως, δεν περιγράφει καμιά συγκεκριμένη κίνηση. Το ελληνικό ρήμα, σημασιολογικά, είναι, θα έλεγα, πιο… τελεολογικό: κουρεύω κάτι που παραμεγάλωσε (μαλλί, πρασιά κ.τ.π.) για να γίνει πιο νοικοκυρεμένο. Και κάπως συνεκδοχικά, το νοούμενο αποτέλεσμα σαν να επεκτάθηκε κάποια στιγμή ώστε να περιλαμβάνει και το πιο… φειδωλό. Δεν κουρεύω όμως την κλωστή, ούτε και το άρθρο μέσα από τη σελίδα μιας εφημερίδας. Σουηδιστί, όμως, και σ' αυτές τις περιπτώσεις klippa λέμε, αφού κι εδώ για το χρατς χρατς του ψαλιδιού μιλάμε.
Με το ψωμί και την τούρτα, δε, φαντάζει σπαζοκεφαλιά το πώς ξεφεύγουμε απ' το κόβω. Στα αγγλικά, σκέφτομαι το slice, το οποίο, όμως, είναι επίσης… κραυγαλέα τελεολογικό. Λένε slice γιατί προκύπτει μια slice. Ενώ το skära, όπως και το klippa, επαναλαμβάνω, δηλώνουν το πηγαινέλα μαχαιροειδούς, αντίστοιχα, και το ανοιγόκλεισμα ψαλιδοειδούς.
Και –εκ των πραγμάτων– εξυπακούεται ότι έχουμε και μία ακόμα διαφορά, εξίσου ειδοποιό και αξιοσημείωτη: το γεγονός πως ό,τι ρήματα και να βρούμε στα ελληνικά, είναι όλα τους λίγο-πολύ υπώνυμα του κόβω. Και το ίδιο ισχύει και στ' αγγλικά, θαρρώ: το cut είναι η… «μάνα». Κι όλα τ' άλλα… σημασιολογικά της τέκνα. Το skära και το klippa, όμως, είναι όπως είπα και στην αρχή, αλληλοαποκλειόμενα: Το να χρησιμοποιήσεις το ένα στη θέση του άλλου δεν είναι απλά αφύσικο, ή μη ιδιωματικό. Είναι, αντικειμενικά μιλώντας, λάθος. Δεν νοείται κόβω-όπως-skära το μαλλί. (Ακούγεται επώδυνο!) Ούτε κόβω-όπως-klippa το ψωμί. (Τέτοιο ψαλίδι, εγώ τουλάχιστον, δεν έχω αντικρύσει*!) Κι ούτε υπάρχει υπερώνυμο ή κάποια πασπαρτού εναλλακτική.
Όσο για τα ξύλα, αν τα κόβει ξυλουργός, με πριόνι (που το χειροκίνητο –κινησιολογικά τουλάχιστον– θυμίζει μαχαίρι), μπορείς φυσικά να πεις skära. Αν όμως μιλάμε για το κλασικό κόβω ξύλα που ακούω στα χωριά, τα κόβω με τσεκούρι δηλαδή, σε πιο μικρά κομμάτια απ' ό,τι τα παρέλαβα για να χωράν στη σόμπα ή το τζάκι, τα κόβω με μονά, γερά μπηξίματα λεπιδοειδούς σε φυσικό σώμα, εν προκειμένω ξύλα, τότε λέμε hugga. Και όπως και προηγουμένως, οτιδήποτε άλλο θα ήταν λάθος.
Μπόνους: Το hugga (που το λεξικό της Σουηδικής Ακαδημίας, βλέπω, το χρονολογεί από τον 11ο αιώνα, σε ρούνο, παρακαλώ) έχει κάτι το βαρύγδουπο. Κυριολεκτικά. Σαν να σημαίνει κόβω, μ' έναν βαρύ γδούπο. Και μετά άλλον έναν, αν χρειαστεί. Αν ο γδούπος, όμως, είναι ανάλαφρος, αν η κίνηση της λεπίδας, ή της αιχμής, έστω, μοιάζει πιο πολύ με… σκίρτημα, τότε λέμε hacka. Το οποίο, μάλιστα, αν ενωθεί με τη λέξη spett (όπου spett=καλέμι), μας δίνει το hackspett, που σημαίνει –κρατηθείτε– τρυποκάρυδος! Το hacka έχει μπει και στις κουζίνες, ενδεικτικά στην πολύ κοινή σύμφραση hacka lök, δηλαδή ψιλοκόβω κρεμμύδια (κατά προτίμηση, βέβαια, έτσι σπιρτόζικα που το κόβουν τα μαγείρια, όχι έτσι όπως το κόβω εγώ!) Το ίδιο ρήμα, επίσης, απαντά (ακόμα) στην αγροτική ζωή, όπου σημαίνει τσαπίζω.
Μπόνους 2: Το μαχαιρώνω, εντωμεταξύ, που δεν το έπιασα καθόλου, το λένε επίσης hugga, γιατί και πάλι για μπήξιμο μιλάμε, που κινησιολογικά καμία σχέση δεν έχει με την κίνηση που κάνει το… μέσο μαχαίρι στη μέση κουζίνα· εναλλακτικά, θα το πούνε sticka, που κατά τ' άλλα σημαίνει τσιμπάω, κεντάω, μπήγω, αλλά που ούτε αυτό –να σημειωθεί– θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για ξύλα.
Μπόνους 3: Κάτι άλλο που κι αυτό έχει την πλάκα του είναι ότι κανένα απ' όλα αυτά τα διάφορα… ρήματα κοπής των Σουηδών δεν δίνει έκφραση τύπου κόφτο! / cut it out!
Αφορμή, εντωμεταξύ, για να τα θυμηθώ όλα αυτά, και να τα συγκεντρώσω σ' αυτό το –συμπαθητικό, εύχομαι– ανάγνωσμα, στάθηκε η πρόσφατή μου ερώτηση περί stridulation.Το stridulation, βέβαια, είναι όρος με απ' ό,τι καταλαβαίνω σαφέστατα περιορισμένο πεδίο χρήσης την εντομολογία και καναδυό ακόμα παρακλάδια της ζωολογίας – οπότε κι ο Δαεμάνος πολύ καλά έκανε και με παρέπεμψε στο Ερμηνευτικό Λεξικό Εντομολογικών Όρων. Αυτό που προσωπικά βρίσκω ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι παρόλο που μιλάμε για ήχο, η λέξη δεν ορίζεται βάσει ηχητικών χαρακτηριστικών, αλλά βάσει της κίνησης χάρη στην οποία παράγεται ο σημαινόμενος ήχος. Δεν είναι δηλαδή σαν τον τριγμό, που περιγράφεται από τα λεξικά ως στριγκός, οξύς, διαπεραστικός ήχος – με άλλα λόγια, ήχος λίγο-πολύ υψίσυχνος, και κατά κανόνα κρουστός, όπως λέμε τρρρρρρρ… Έτσι μπορείς κάλλιστα να περιγράψεις και το τζίτζι-τζίτζι των τζιζικιών. Η Ουίκι, όμως, το επισημαίνει ξεκάθαρα ότι στην πλειοψηφία των ειδών, εκείνο παράγεται από σύσπαση – όχι από τριβή, και άρα δεν λογίζεται ως stridulation.
Τα 'βαλα, λοιπόν, κάτω, που λέτε, όλα αυτά, και λέω, στη Λεξιλογία, οι μισοί, που λέει ο λόγος, γλωσσολόγοι είστε, ή κι αν δεν είστε με τη βούλα, διαβασμένοι είστε σίγουρα, οπότε δεν μπορεί – όλο και θα 'χετε διαβάσει πουθενά τίποτα παρεμφερές. Αν, λοιπόν, έχετε να μου προτείνετε και κανένα σχετικό ανάγνωσμα, πολύ ευχαρίστως. Αν πάλι διαβάσατε κάτι που δεν το 'χατε ξανασκεφτεί, ελπίζω να σας κέντρισα, μια ψιλή έστω, το ενδιαφέρον.
Τα 'βαλα, λοιπόν, κάτω, που λέτε, όλα αυτά, και λέω, στη Λεξιλογία, οι μισοί, που λέει ο λόγος, γλωσσολόγοι είστε, ή κι αν δεν είστε με τη βούλα, διαβασμένοι είστε σίγουρα, οπότε δεν μπορεί – όλο και θα 'χετε διαβάσει πουθενά τίποτα παρεμφερές. Αν, λοιπόν, έχετε να μου προτείνετε και κανένα σχετικό ανάγνωσμα, πολύ ευχαρίστως. Αν πάλι διαβάσατε κάτι που δεν το 'χατε ξανασκεφτεί, ελπίζω να σας κέντρισα, μια ψιλή έστω, το ενδιαφέρον.