Είναι πολλές οι παρετυμολογήσεις που δημιουργούν ανύπαρκτη ελληνική προέλευση για μια λέξη, και σχετικά λίγες εκείνες που την καταργούν… Μια τέτοια αφορά τη
λόρδωση. Σύμφωνα με τη Βικιπαίδεια:
Ο συμπαθής πλην άτυχος Λάρρυ
έχει πέντε μήνες που κοσμεί το συγκεκριμένο άρθρο, αλλά η αναφορά στους λόρδους έχει
ένδεκα ολόκληρα χρόνια που παραπλανά τον κόσμο. (Ή μάλλον είχε, καθώς τη διόρθωσα πριν από λίγο.) Πρόκειται βέβαια για την ίδια παρετυμολόγηση που είχα ακούσει μικρός από τον πατέρα μου, ότι δηλαδή η ονομασία της πάθησης οφείλεται στους ψηλομύτες Άγγλους αριστοκράτες, και την οποία ακόμα και τότε δεν ήμουν σίγουρος αν έπρεπε να την πάρω στα σοβαρά. Στην πραγματικότητα, η
λόρδωση έχει εξίσου ελληνικές καταβολές με τις άλλες γνωστές παθήσεις της σπονδυλικής στήλης, την
κύφωση και τη
σκολίωση —
της οποίας το άρθρο ξεκαθαρίζει ότι δεν ισχύει η αδελφή παρετυμολόγηση που ήξερα κάποτε, από τη βαριά σχολική τσάντα που κρατούσαν οι μαθητές με το ένα χέρι (και ούτε είναι, τελικά, αυτή η αιτία που προκαλεί σκολίωση στα παιδιά).
Όπως και σε πολλές αντίστοιχες περιπτώσεις, ο κόσμος δέχεται την καινούργια εξήγηση επειδή δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτα καλύτερο: οι περισσότεροι ελληνόφωνοι δεν πρέπει να έχουν ακούσει ποτέ τη λέξη
λορδός, η οποία περιγράφεται στο
Online Etymology Dictionary ως αγνώστου ετύμου, και που στην εποχή του Ιπποκράτη ήταν ο διπλωμένος προς τα πίσω (ή κυρτωμένος προς τα εμπρός). Αντίθετο αυτής της λέξης είναι ο
κυφός, όπως γράφει
στο Λεξικό Liddell–Scott–Jones, ενώ ως συνώνυμο αναφέρεται ο
υπόκυρτος στη σ. 296 εδώ.
Και τώρα που το λύσαμε αυτό,
και μάθαμε και λίγη βιολογία, είπα να ρίξω μια ματιά και στη
λόρδα… (Πλησιάζει άλλωστε η ώρα του βραδινού.) Τα περισσότερα λεξικά που συμβουλεύτηκα γράφουν απλώς ότι προκύπτει από το ενετικό
lorda, που σύμφωνα με το ΧΛΝΓ δηλώνει τη μεγάλη πείνα, αλλά δεν βρήκα τίποτα παραπάνω στο διαδίκτυο· τα ιταλικά και κάποιες συγγενείς γλώσσες έχουν παρόμοιες λέξεις, που όμως αναφέρονται στη βρόμα (και πιθανώς σχετίζονται με το λατινικό
luridus, και μέσω αυτού με το αγγλικό
lurid). Εφόσον ο συνδετικός κρίκος δεν είναι ότι το «μ' έκοψε η λόρδα» σημαίνει «θέλω να φάω βρόμικο», πρέπει να ψάξουμε αλλού την εξήγηση… Μια προσπάθεια κάνει το ΛΝΕΓ:
βεν. lorda < επίθ. lordo «ρυπαρός, βρόμικος – αδηφάγος» < μτγν. λατ. lordus / lurdus «αργός, κουτσός» < αρχ. λορδός. Πλήρης κύκλος, λοιπόν! Το λεξικό απορρίπτει τη σύνδεση με το
luridus και κάνει τη
λόρδα αντιδάνειο. Δεν ξέρω πόσο βέβαιο είναι αυτό, αλλά έχει ενδιαφέρον το «ρυπαρός και αδηφάγος»: το γουρουνάκι ο Λάρρυ τρώει πολύ και επομένως πεινάει εύκολα!